Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Πρὸς τὴν ἐπιστολήν (20-23)

[20] Ὧν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, χρὴ λαβόντας ἔννοιαν, καὶ λογισαμένους ὡς οὐδ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν ἐστι τὸ φάσκειν ἄγειν εἰρήνην (ἤδη γὰρ ἐκεῖνος καὶ προηγόρευκε τὸν πόλεμον καὶ τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε) μηδενὸς μὲν φείδεσθαι μήτε τῶν δημοσίων μήτε τῶν ἰδίων, στρατεύεσθαι δέ, ἄν που καιρὸς ᾖ, προθύμως ἅπαντας, χρῆσθαι δὲ στρατηγοῖς ἀμείνοσιν ἢ πρότερον.

[21] μὴ γὰρ ὑπολάβῃ τις ὑμῶν, δι᾽ ὧν ἐγένετο τὰ πράγματα χείρω τὰ τῆς πόλεως, διὰ τούτων αὐτὰ πάλιν ἀναλήψεσθαι καὶ γενήσεσθαι βελτίω· μηδὲ νομίσητε ῥᾳθυμούντων ὑμῶν, ὥσπερ πρότερον, ἑτέρους ὑπὲρ τῶν ὑμετέρων ἀγωνιεῖσθαι προθύμως· ἀλλ᾽ ἐννοεῖσθ᾽ ὡς αἰσχρόν ἐστι τοὺς μὲν πατέρας ὑμῶν πολλοὺς πόνους καὶ μεγάλους κινδύνους ὑποστῆναι Λακεδαιμονίοις πολεμοῦντας,

[22] ὑμᾶς δὲ μηδ᾽ ὑπὲρ ὧν ἐκεῖνοι δικαίως κτησάμενοι παρέδοσαν ὑμῖν ἐθέλειν ἐρρωμένως ἀμύνεσθαι, ἀλλὰ τὸν μὲν ἐκ Μακεδονίας ὁρμώμενον οὕτως εἶναι φιλοκίνδυνον ὥσθ᾽ ὑπὲρ τοῦ μείζω ποιῆσαι τὴν ἀρχὴν κατατετρῶσθαι πᾶν τὸ σῶμα τοῖς πολεμίοις μαχόμενον, Ἀθηναίους δέ, οἷς πάτριόν ἐστι μηδενὸς ἀκούειν, ἁπάντων δὲ κρατεῖν ἐν τοῖς πολέμοις, τούτους διὰ ῥᾳθυμίαν ἢ μαλακίαν ἐγκαταλείπειν τά τε τῶν προγόνων ἔργα καὶ τὰ συμφέροντα τῆς πατρίδος.

[23] Ἵνα δὲ μὴ μακρολογῶ, φημὶ χρῆναι παρεσκευάσθαι μὲν πρὸς τὸν πόλεμον, παρακαλεῖν δὲ τοὺς Ἕλληνας, μὴ λόγοις, ἀλλὰ τοῖς ἔργοις πρὸς τὴν παρ᾽ ἡμῶν συμμαχίαν· ὡς ἅπας μέν ἐστι λόγος μάταιος πράξεων ἄμοιρος γενόμενος, τοσούτῳ δὲ μάλισθ᾽ ὁ παρὰ τῆς ἡμετέρας πόλεως, ὅσῳ δοκοῦμεν αὐτῷ προχειρότατα χρῆσθαι τῶν ἄλλων Ἑλλήνων.

***
[20] Αφού λάβετε υπόψη σας αυτά, Αθηναίοι, και αναλογισθείτε ότι δεν είναι καν στο χέρι μας να λέμε ότι ζούμε σε ειρήνη (γιατί ήδη ο Φίλιππος έχει προαναγγείλει τον πόλεμο και με τις πράξεις του τον έχει κηρύξει κιόλας), δεν πρέπει να λογαριάσετε καμιά δαπάνη, μήτε του δημοσίου μήτε προσωπική, αλλά να εκστρατεύσετε όλοι πρόθυμα, όταν παρουσιαστεί κάπου ευκαιρία, και να χρησιμοποιήσετε καλύτερους στρατηγούς από ό,τι προηγουμένως.

[21] Ας μη νομίσει λοιπόν κανείς από σας πως, με την πολιτική με την οποία έχουν χειροτερέψει τα πράγματα της πόλης, με την ίδια πολιτική θα επανέλθουν στην αρχική καλή κατάσταση και θα βελτιωθούν. Μήτε ακόμη να πιστέψετε ότι, αν εσείς αδιαφορείτε, όπως προηγουμένως, άλλοι θα αγωνιστούν πρόθυμα για τα συμφέροντά σας· αλλά σκεφθείτε πόσο μεγάλη ντροπή είναι, ενώ οι πρόγονοί μας μόχθησαν πολύ και ανέλαβαν μεγάλους κινδύνους πολεμώντας εναντίον των Λακεδαιμονίων,

[22] σεις να μην θέλετε να υπερασπίσετε με όλη σας τη δύναμη ούτε και εκείνα που σας άφησαν εκείνοι αποκτώντας τα με δίκαιο τρόπο. Είναι ντροπή να είναι τόσο ριψοκίνδυνος «ο εκ Μακεδονίας ορμώμενος», ώστε, προκειμένου να μεγαλώσει την επικράτειά του, να έχει γεμίσει το σώμα του με τραύματα, μαχόμενος εναντίον των εχθρών, και εσείς οι Αθηναίοι, στους οποίους είναι πατροπαράδοτο να μην υπακούετε σε κανέναν αλλά να νικάτε όλους στους πολέμους, να απαρνιέστε από ραθυμία και νωθρότητα τα κατορθώματα των προγόνων σας και τα συμφέροντα της πατρίδας.

[23] Και για να μην μακρηγορώ, φρονώ ότι πρέπει να είστε προετοιμασμένοι για τον πόλεμο και να παρακινήσετε και τους Έλληνες όχι με λόγια αλλά με έργα να προσχωρήσουν στη συμμαχία μας· γιατί οποιοσδήποτε λόγος είναι μάταιος χωρίς πράξεις, πολύ περισσότερο μάλιστα ο προερχόμενος από τη δική μας πόλη, καθόσον θεωρούμαστε ότι χειριζόμαστε τον λόγο με πολύ μεγαλύτερη ετοιμότητα (: άνεση) από ό,τι οι άλλοι Έλληνες.

Σωκράτης: Ο Βίος και η Διδασκαλία ενός Μεγάλου Φιλοσόφου

Όταν αποφάσισα να γράψω το πρώτο μου άρθρο για τον Σωκράτη ο οποίος είναι και ο αγαπημένος μου φιλόσοφος, σκέφτηκα πως το εγχείρημα μου μάλλον είναι τολμηρό. Και αυτό γιατί αναρωτήθηκα πως μπορεί κάποιος να συλλάβει τον τρόπο σκέψης και διδασκαλίας ενός τέτοιου ανθρώπου και να μπορέσει σε μερικές αράδες να αποτυπώσει, πόσο μάλλον να αναλύσει ότι έχει σχέση με αυτόν. Σταδιακά όμως το χέρι μου άρχισε να τρέχει και σιγά γύρισα πίσω στην εποχή του βίου του και της διδασκαλίας του. Αυτό το άρθρο δεν είναι παρά ένας φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας και μετά το τέλος του, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια στον τρόπο σκέψης πολλών ανθρώπων από την εποχή του μέχρι και σήμερα, δημιουργώντας μια αίσθηση για το ήθος και την αξιοπρέπεια όπως πολύ λίγοι το έκαναν στο πέρασμα του χρόνου, με την πορεία της ζωής του και του αξιοπρεπή αλλά άδικου θανάτου του που αποτέλεσε μια από τις μελανότερες σελίδες του θεσμού της Δημοκρατίας. Αυτό το άρθρο είναι μια ευκαιρία ώστε όσοι ενδιαφέρονται για τον Σωκράτη να βρουν μια μικρή και συνοπτική πηγή γι΄  αυτόν, και όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα και να πάρουν μια γεύση, να μπορέσουν να το κάνουν χωρίς περίπλοκες διαδικασίες ή έρευνες.  
 
Ο Σωκράτης γεννήθηκε το 470 π.Χ. και πέθανε το 399π.Χ. στην Αθήνα, στον Δήμο Αλωπεκής. Ήταν από μια ταπεινή οικογένεια όπου ο πατέρας του Σωφρονίσκος ήταν γλύπτης και η μητέρα του Φαιναρέτη μαμή. Ακολούθησε στην αρχή το επάγγελμα του πατέρα του αλλά τα παράτησε για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη φιλοσοφία. Δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά για τη μόρφωση που ακολούθησε αλλά το πιο πιθανό είναι να μορφώθηκε όπως όλοι οι νέοι της εποχής του δείχνοντας όμως προσωπική προτίμηση στα έργα του Αρχέλαου και του Αναξαγόρα που τον επηρέασαν ιδιαίτερα στον τρόπο σκέψης του. Κατά πάσα πιθανότητα μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης του όφειλε και σε προσωπική του αυτοδιδαχή. Παντρεύτηκε την Ξανθίππη, μια γυναίκα που φημιζόταν για τον δύστροπο και ιδιότροπο χαρακτήρα της. Έκαναν τρείς γιους, τον Λαμπροκλή, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο. Τα πενιχρά εισοδήματα τους λόγο του γεγονότος πως ο Σωκράτης δεν δεχόταν δώρα και χρήματα προκαλούσαν την οργή της Ξανθίππης που όμως όπως λέγεται εκείνος δεχόταν με παρομοιώδη καρτερία και ηρεμία. Μάλιστα απο τον Πλάτωνα μαθαίνουμε πως ενώ ο Σωκράτης δεν έπαιρνε τίποτα, οι σοφιστές, όπως ο Πρόδικος ο Κείος έπαιρνε 50 δραχμές (μισή μνα) για σειρά μαθημάτων γραμματικής, και 1 δραχμή για περιληπτικό μάθημα. Παρόλα αυτά η οικογένεια του δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα φτωχή, και ειδικά ο πατέρας του, άσχετα από την γεμάτη πενία ζωή που ο Σωκράτης ακολούθησε.
 
Σαν άνθρωπος και σαν φιλόσοφος αποτελεί πραγματικά μια σπανιότατη και μοναδική φυσιογνωμία που έχει γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων αφού πράγματι είναι ένα φαίνομενο το πως έζησε, δίδαξε και στο τέλος πέθανε. Ας κάνουμε την αρχή από άτομο του πρώτα. Ήταν ένας χαρακτήρας τίμιος, νομοταγής και ηθικός. Χαρακτηριστικό είναι πως εκτός από την ανήθικη κατηγορία της διαφθοράς των νέων και την εισαγωγή καινών δαιμονίων που οδήγησε στη δίκη του, ποτέ κανένας δεν βρέθηκε να τον κατηγορήσει για κάτι ανήθικο, μεμπτό ή παράνομο. Ήταν εξαιρετικά νομοταγής και δεν παρέλειπε να εκτελεί τα πολιτικά και θρησκευτικά του καθήκοντα. Σεβόταν τους νόμους και τους θεσμούς και αγαπούσε την πατρίδα του. Μάλιστα ήταν ένας άνθρωπος με ήρεμη αλλά δυνατή θέληση, γενναίος και αποφασιστικός. Πολέμησε με θάρρος σε 3 εκστρατείες του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην πολιορκία της Ποτείδαιας (432-429 πΧ) στη μάχη του Δηλίου (424 πΧ) και στην μάχη της Αμφίπολης (422 πΧ) όπου επέδειξε ανδρεία, αυταπάρνηση και αντοχή στις κακουχίες. Απόδειξη του πόσο ηθικός και δίκαιος χαρακτήρας ήταν φάνηκε σε πολλές στιγμές της ζωής του. Χαρακτηριστικά, το 406π.Χ όπου ήταν επιστάτης των πρυτάνεων,(πρόεδρος της βουλής) όρθωσε το ανάστημα του παρά τις πιέσεις και τις απειλές, και ήταν ο μόνος που αντιτάχθηκε στην άδικη και παράνομη ψηφοφορία απόφασης θανάτωσης των νικηφόρων στρατηγών της ναυμαχίας των Αργινουσών που λόγω της θαλασσοταραχής, δεν κατάφεραν να περισυλλέξουν και να τιμήσουν τα πτώματα των νεκρών. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και την κατάλυση της Δημοκρατίας από τους ολιγαρχικούς και τους τριάκοντα τυράννους ο Σωκράτης ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση μαζί τους και ειδικά με τον Κριτία. Η ειρωνεία είναι πως ο Κριτίας ήταν παλαιότερα μαθητής του Σωκράτη αλλά και του Γοργία. Ήταν συγγραφέας, ρήτορας φιλόσοφος και ποιητής και πριν γίνει ολιγαρχικός, ένας μορφωμένος και φιλελεύθερος άνθρωπος. Όταν όμως ακολούθησε τον πατέρα του στην ολιγαρχία και αργότερα ανακηρύχτηκε ο αρχηγός των τριάκοντα τυράννων, έγινε σκληρός, αιμοβόρος και αρχομανής με αποτέλεσμα μείνει γνωστός κυρίως για τη θηριωδία του.
 
Η παράνομη κατάληψη της εξουσίας με την βοήθεια των Σπαρτιατών, οι δημεύσεις περιουσιών και οι καταδίκες σε θάνατο έκαναν τον Σωκράτη να συγκρουστεί μαζί τους πολλές φορές και να αρνηθεί να συλλάβει ανθρώπους που επαναστατούσαν στην καταπίεση τους και οι τύραννοι θεωρούσαν απειλή. Εκτός από το συμβάν με τους στρατηγούς, άλλη απόδειξη του χαρακτήρα του ήταν αυτό με τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο το οποίο αναφέρει και στην απολογία του:
 
<<Εγώ λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν κατέλαβα ποτέ κανένα άλλο αξίωμα στην πόλη, διετέλεσα όμως κάποτε βουλευτής. Και έτυχε να πρυτανεύσει η δική μας φυλή, η Αντιοχίς, τότε που εσείς με τους δέκα στρατηγούς που δεν μάζεψαν τους ναυαγούς τη μέρα της ναυμαχίας θέλατε να τους δικάσετε όλους μαζί παράνομα, όπως αργότερα το καταλάβατε όλοι σας. Τότε μόνος από όλους τους πρυτάνεις σας εναντιώθηκα, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να κάνετε τίποτα αντίθετο προς τους νόμους και ψήφισα ενάντια στη θέληση σας. Και ενώ ήταν έτοιμοι οι ρήτορες να με καταγγέλλουν και να βάλουν να με συλλάβουν και εσείς τους παροτρύνατε με φωνές, έκρινα πως είναι προτιμότερο να διακινδυνεύσω όντας με την πλευρά του νόμου και του δικαίου, παρά να είμαι με το μέρος το δικό σας που δεν σκεφτόσαστε δίκαια, από φόβο μη φυλακιστώ ή μη θανατωθώ… Άλλα όταν έγινε ολιγαρχία, οι τριάκοντα πάλι με κάλεσαν μαζί με τους άλλους τέσσερις στην Θόλο, μας διέταξαν να πάμε να φέρουμε από τη Σαλαμίνα τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον σκοτώσουμε….Τότε λοιπόν εγώ, όχι με τα λόγια αλλά έμπρακτα απέδειξα πάλι σε εμένα για να μιλήσω πιο καθαρά ότι δεν με ενδιαφέρει διόλου ο θάνατος. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μην διαπράξω κάτι άδικο ή ανόσιο…Αλλά αφού βγήκαμε από τη Θόλο, ενώ οι τέσσερεις πήγαν στη Σαλαμίνα και έφεραν τον Λέοντα εγώ έφυγα και πήγα στο σπίτι μου, και ίσως να είχα πεθάνει γι' αυτή μου την πράξη αν δεν είχε καταλυθεί σύντομα η εξουσία τους…>>
 
Η ιστορία θέλει το Σωκράτη να είναι γνωστός και για την ασχήμια του. Ήταν φαλακρός, με στραβή και μεγάλη μύτη, χοντρά χείλια και πλαδαρό πρόσωπο. Φορούσε συνεχώς τον ίδιο φθαρμένο χιτώνα και κυκλοφορούσε λερός και ξυπόλυτος στις αγορές, τα γυμναστήρια και τους δρόμους πιάνοντας ατελείωτες φιλοσοφικές και πολιτικές συζητήσεις με αποτέλεσμα οι κωμωδιογράφοι της εποχής να βρίσκουν πλούσιο υλικό για να τον σατιρίζουν, πράγμα όμως που τον άφηνε παγερά αδιάφορο. Ποτέ δεν ένιωθε προσβεβλημένος, και πάντα αντιμετώπιζε τα πάντα με χιούμορ, και απλές αλλά αποστομωτικές απαντήσεις. Αν και η εξωτερική του εμφάνιση δεν ήταν και η καλύτερη, είχε ένα οξυδερκές πνεύμα και μια χαρισματική προσωπικότητα που καθήλωνε το πλήθος γύρω του. Νηφάλιος και μελίρρυτος, ασκούσε μια παράξενη γοητεία σε όσους βρίσκονταν κοντά του και μπορούσαν να τον ακούν με τις ώρες μαγεμένοι από την αύρα που απέπνεε…
 
Η πορεία του Σωκράτη ως φιλοσόφου έχει το εξής ασυνήθιστο: Δεν άφησε τίποτα γραπτό. Όλα όσα γνωρίζουμε προέρχονται από τις καταγραφές του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα. Επίσης άλλη μία προέρχεται τον 5ο αιώνα π.Χ από τον Λιβάνιο. Καμία όμως δεν αντικαθιστά σε αξία και πιστότητα αυτή του Πλάτωνα αφού η φιλοσοφία και κυρίως ο θάνατος του συγκλόνισε την κοινωνία εκείνης της εποχής και ειδικά τον Πλάτωνα που στην ηλικία των 28 ετών είχε αρχίσει να διαμορφώνει σταδιακά τη δική του υπόσταση. Η Απολογία συγκεκριμένα γράφτηκε το 396 π.Χ. Τα λόγια δεν είναι πιστή αντιγραφή όμως θεωρείται σχεδόν σίγουρο πως ο Πλάτωνας τα έγραψε όσο πιο πιστά μπορούσε να τα θυμηθεί αν και ίσως έβαλε και δικές του ιδέες μέσα στις καταγραφές των διδασκαλιών και της Απολογίας του διδασκάλου του. Του Ξενοφώντα θεωρείται μάλλον μιμητικό του Πλάτωνα, και ακόμα πιο πιθανό να έχουν παραποιηθεί λόγια του Σωκράτη αφού δεν μπορούσε να συλλάβει τις ιδέες του τόσο όσο ο μεγαλοφυής Πλάτωνας.
 
Αφετηρία της Σωκρατικής σκέψης ήταν ο σκεπτικισμός. <<Εν οίδα ότι ουδέν οίδα>>. Ο τρόπος σκέψης του στρεφόταν κυρίως γύρω από τα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Αγαπούσε τους ανθρώπους και του άρεσε να έρχεται σε επαφή με τις έννοιες τους και με ότι τους απασχολούσε. Μιλούσε συχνά για το ήθος, την καλοσύνη, το δίκαιο, την ανδρεία και τα αντίθετα τους. Έλεγε στους νέους, ειδικά στα παιδιά των πλουσίων, να μην δίνουν σημασία στα υλικά αγαθά και να μην νοιάζονται για πλούτη, παρά μόνο για αυτοβελτίωση. Πίστευε πως ο άνθρωπος με χρήση λογικών μεθόδων μπορούσε να βρει λύση σε ότι τον απασχολεί και την πραγματική αλήθεια.
 
Η μεγαλοφυής μέθοδος της διαλογικής συζήτησης που ονομάστηκε <<μαιευτική>> και που είχε ως βάση τη λογική πως η μαμή βοηθάει όχι το μωρό αλλά τον τοκετό του, έκανε κάθε συνομιλητή του να βρει μόνος του μέσα από ένα σωστό διάλογο - με τις κατάλληλες ερωτήσεις – την απάντηση που έψαχνε σε ότι τον απασχολούσε, επειδή θεωρούσε ότι αυτή βρισκόταν ήδη μέσα του. Ο συνομιλητής λοιπόν μέσω του διαλόγου, αντί να λάβει οποιαδήποτε απάντηση, μέσω ερωτήσεων την εκμαίευε από μόνος του. Στην περίπτωση όμως της μεθόδου της <<ειρωνείας>> ο Σωκράτης προσποιούνταν άγνοια επί του θέματος, κέρδιζε τον συνομιλητή και αφού τον άφηνε να αναπτύξει τη θεωρεία του υποτίθεται για να τον διαφωτίσει μέσω περίπλοκων και έξυπνων ερωτήσεων, ανάγκαζε τον <<γνώστη>> να παραδεχτεί την άγνοιά του. Συνήθιζε να εκθειάζει τον συνομιλητή, ώστε στο τέλος να φανεί η πραγματική έλλειψη γνώσης του, και η αληθινή πνευματικότητα του Σωκράτη. Θεωρούσε λοιπόν πως εάν ο άνθρωπος έχει το γνώθι σαυτόν, να γνωρίζει δηλαδή τον εαυτό του, θα βρει τους ηθικούς κανόνες που θα τον διέπουν αφού μέσα από την αυτογνωσία γίνεται ο καθένας ενάρετος και κατανοεί την φύση των πραγμάτων στο πραγματικό της βάθος, - κάτι που φυσικά και τότε όπως και σήμερα - ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συναντήσεις στους περισσότερους ανθρώπους.
 
 Η παραδοχή πως κανένας δεν είναι παντογνώστης, οδηγεί στο αγαθό και ενάρετο. Στην ευσέβεια και το σεβασμό.  Ο Σωκράτης θεωρούσε αρετή τη σύνεση και τη φρόνηση. Γι' αυτόν αγαθό είναι ότι κάνουμε με γνώση, ενώ για την κακία έλεγε πως <<ουδείς εκών αμαρτάνει>>. Κανένας δεν αμαρτάνει επειδή το θέλει παρά μόνο από απερισκεψία, ανοησία και άγνοια. Σαν ιδρυτής της ηθικής επιστήμης και της Σωκρατικής διαλεκτικής προήγαγε την βελτίωση των ανθρώπινων ενστίκτων όπως αυτά εκδηλώνονται με κεντρικό πυρήνα τη διδασκαλία και την διάπλαση της προσωπικότητας των νέων. Αυτό το επεδίωκε γιατί πίστευε πως η αρετή είναι κάτι που διδάσκεται αφού η γνώση και η πράξη συνδέονται άμεσα.
 
Αν και το ποιόν του Σωκράτη ήταν σε γενικές γραμμές γνωστό σε όλους, ο σπουδαίος φιλόσοφος είχε και εχθρούς που ενοχλούνταν από τη χαρισματική του προσωπικότητα, την ενασχόληση του με τους εκπροσώπους της μισαλλοδοξίας, της κακεντρέχειας, της αρχομανίας, της στενομυαλιάς και της ηθικολογικής κατά τα άλλα ασυδοσίας. Στάθηκε μεγάλος πολέμιος ειδικά των αρχόντων και των σοφιστών και φαίνεται χαρακτηριστικά πως ο Σωκράτης ήξερε πολύ καλά που άρχιζε η πνευματική ελευθερία του ανθρώπινου νου σπάζοντας τους φραγμούς του παρωπιδισμού, και που υπήρχε η διαχωριστική γραμμή της ασυδοσίας αυτής και της κακής χρήσης της ελευθερίας. Μάθαινε τους ανθρώπους να σκέφτονται: Προσπαθούσε να αφυπνίσει τις συνειδήσεις ώστε να μπορούν να ξεχωρίζουν ποτέ πρέπει να είναι πνευματικά ελεύθεροι και σκεπτόμενοι άνθρωποι ώστε να κατανοούν την πραγματικότητα, και πότε πρέπει να καταλαβαίνουν και να αντιστέκονται στην προσπάθεια διάβρωσης και κακών ιδεών στο όνομα της δήθεν ελευθερίας του λόγου. Αυτό θεωρήθηκε και το πιο απειλητικό. Το ότι μάθαινε τον κόσμο να χρησιμοποιεί το κεφάλι του και ήταν εξαιρετικά ικανός να καυτηριάζει όλους αυτούς που το μόνο που μπορούσαν να κάνουν αφού δεν μπορούσαν να καταφέρουν και κάτι καλύτερο, ήταν να τον ειρωνεύονται.
 
Η ειλικρίνεια του και η ειρωνεία του στα κακώς κείμενα της τότε κοινωνίας ενοχλούσαν πάρα πολλούς από αυτούς, και κάποιοι βάλθηκαν να τον εξοντώσουν. Βρέθηκε τότε το 399 π.Χ. ένας άγνωστος τραγικός ποιητής ο Μέλητος, ένας πλούσιος βυρσοδέψης με μεγάλη πολιτική επιρροή στην Αθήνα ο Άνυτος, κι ένας ρήτορας ο Λύκων. Ο Μέλητος εμφανίστηκε σαν κυρίως κατήγορος αλλά υποκινητής ήταν ο Άνυτος ο οποίος δεν ήταν αμέμπτου ηθικής και μάλλον είχε λόγο να αντιπαθεί το Σωκράτη αφού κάποια στιγμή τον είχε κατακρίνει ανοιχτά και αυστηρά επειδή εξανάγκασε τον γιο του να ακολουθήσει το επάγγελμα του και δεν του επέτρεψε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία. Κατά τον Αριστοτέλη και το Διόδωρο κάποτε θα καταδικαζόταν σε θάνατο αλλά δωροδόκησε τους δικαστές. Η κατηγορία ήταν ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς τους, εισάγει καινούριους θεούς ή δαίμονες (καινά δαιμόνια), πλανά και διαφθείρει τους νέους. Εδώ θα πρέπει να τονίσω, επειδή έχει συζητηθεί πάρα πολύ, πως το δαιμόνιο που αναφέρεται δεν έχει τη σημασία που αποδίδει η χριστιανική θρησκεία σήμερα, αλλά ήταν μια κατώτερη θεότητα, ένα πνεύμα οδηγός που δρούσε σαν ενδιάμεσο επικοινωνίας, σαν μια εσωτερική φωνή, μεταξύ θεού και ανθρώπων. Κάθε άνθρωπος είχε το δικό του δαίμονα – πνεύμα οδηγό και είναι σαν το φύλακα άγγελο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι πως όταν ο ρήτορας Λυσίας προσφέρθηκε να του γράψει την απολογία του για τη δίκη, αρνήθηκε και δεν θέλησε ούτε ο ίδιος να γράψει κάτι γιατί όπως είπε ο τρόπος ο οποίος έζησε, χωρίς να πειράξει κανέναν ήταν η καλύτερη απολογία και το δαιμόνιον τούτον απέτρεπε λοιπόν από κάτι τέτοιο. Γενικότερα ο Σωκράτης εμφανίζεται να αναφέρει αρκετές φορές αυτό το περιβόητο δαιμόνιον. Στην Απολογία λέγει πως <<είναι μια φωνή που ακούω η οποία όποτε την ακούω με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα>>. Επίσης ο Πλάτωνας συμπληρώνει στο Συμπόσιο πως το δαιμόνιον ήταν ενδιάμεσο ον ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. Δεν εννοείται λοιπόν κάποια πνευματική υπόσταση με την έννοια αρνητικής οντότητας. Οι κατηγορίες βασίστηκαν περισσότερο στο φόβο της επιρροής που εξασκούσε ο Σωκράτης ειδικά στο νέο και προοδευτικό αίμα του τόπου, παρά στο ότι υπήρχε αμφιβολία της ηθικής του. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η άμεση και καυστική του ειλικρίνεια, η αμεσότητα και η ευρύτητα της αποδοχής των λόγων του όχι μόνο στη νεολαία, αλλά και σε όλους όσους απεχθάνονταν τους δήθεν γνώστες και διδασκάλους, που το μόνο που ήθελαν είναι να επηρεάζουν, να κατευθύνουν συνειδήσεις, να ελέγχουν και να χειροκροτούνται. Είχε επίσης ενοχλήσει το γεγονός πως ο Σωκράτης δεν ξεχώριζε τους μαθητές του και μέσα σε αυτούς ήταν και παιδιά ολιγαρχικών. Η ευθύτητα και το καυστικό του χιούμορ δεν ήταν παρά μια μύγα στα πλευρά όλων των κομπλεξικών φαφλατάδων και αλαζόνων της εποχής, που απλά δεν μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του σε πνευματικό επίπεδο και αντί να εκτιμήσουν τη συνεισφορά του και να προσπαθήσουν να μάθουν κάτι, ανησυχούσαν μη ξεμπροστιαστούν και αρχίσει ο κόσμος να αφυπνίζεται και στραφεί εναντίον τους. Καίριο ρόλο στην έχθρα εναντίον του έπαιξε και ο Αριστοφάνης, ο οποίος έκανε ότι μπορούσε για να τον παρουσιάσει ως γελοίο, γραφικό και έκφυλο αλλά παρόλα αυτά επικίνδυνο και τρελό, παρασύροντας πολλούς σε αυτή τη νοοτροπία που σαφώς επηρέασε και τη δικαστική απόφαση. Αν και η προσφορά της διδαχής του στους ολιγαρχικούς είχε θεωρηθεί ύποπτη, θα πρέπει να σκεφτούμε πως εκτός από το γεγονός πως ο Σωκράτης δεν αρνιόταν τη γνώση σε κανέναν που την αναζητούσε, τα παιδιά των πλουσίων είχαν πιο άνετη πρόσβαση στη γνώση και περισσότερο χρόνο να την απολαύσουν από τα παιδιά των φτωχών. Εκτός αυτού, οι κατηγορίες ήρθαν και σε μια εποχή που ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια και οι Αθηναίοι ήταν πιο ευαίσθητοι από ποτέ σε ζητήματα της πόλης τους και της θρησκείας τους νιώθοντας την ανάγκη να κρατήσουν την κοινωνική και θρησκευτική συνοχή τους στα πάντα περισσότερο από ποτέ, χωρίς καμία παραφωνία που θα μπορούσε να θεωρηθεί γι' αυτούς απειλή της υπάρχουσας δομής. Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο να βρεθεί ένα εξιλαστήριο θύμα. Κατά τη γνώμη μου οι κατήγοροι του Σωκράτη δεν ήταν παρά απλοί εκπρόσωποι, τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν για την εξόντωση του, ενώ από πίσω υπήρχαν πολύ περισσότεροι. Εδώ παρατηρούμε πως η εποχή του Σωκράτη ελάχιστα διαφέρει από τη δική μας.
 
Ο Μέλητος έπρεπε σύμφωνα με το νόμο να πάει με ένα ή δυο μάρτυρες και να γνωστοποιήσει στο Σωκράτη τις κατηγορίες ώστε να εμφανιστεί στον άρχοντα βασιλέα και τη βασίλειον στοά στο ΒΔ τμήμα της αγοράς, ώστε να του αποδοθούν και επίσημα. Σύμφωνα με τους Πλατωνικούς διαλόγους Θεαίτητον και Ευθύφρων, ο Σωκράτης προκειμένου να μην καθυστερήσει, διέκοψε μια συνομιλία που είχε με τον Θεόδωρο τον Μεγαρέα τον γεωμέτρη και τον μαθητή του Θεαίτητο και φτάνοντας εκεί έπιασε κουβέντα με τον Ευθύφρονα που περίμενε εκεί για μια δική του υπόθεση. Η δίκη ορίστηκε και θα εκδικαζόταν από την Ηλιαία, το λαϊκό δικαστήριο που αριθμούσε 6.000 μέλη πάνω από 30 χρονών από 10 αθηναϊκές φυλές. Στη δίκη του Σωκράτη κληρώθηκαν και παρέστησαν 500 δικαστές. Η στάση του Σωκράτη ήταν περήφανη και γαλήνια και η απολογία του ένα πραγματικό μάθημα για όλους. Ο Άνυτος επέμενε στην θανατική ποινή υποστηρίζοντας μάλιστα πως ή δεν έπρεπε να γίνει αυτή η δίκη καθόλου ή ο Σωκράτης έπρεπε να καταδικαστεί σε θάνατο. Μεγάλη η αδημονία του να τον ξεφορτωθεί.
 
Η Απολογία του Σωκράτη χωρίζεται σε τρία μέρη στα οποία και θα επεκταθούμε με μια συνοπτική ανάλυση στο καθένα από αυτά ώστε σε γενικές γραμμές να γίνει κατανοητή η περιβόητη αυτή Απολογία.: Στο πρώτο και κυριότερο μέρος της ο Σωκράτης αρχίζει αρνούμενος ότι είναι δεινός ρήτορας όπως οι κατήγοροι τον χαρακτηρίζουν με το επιχείρημα του Άνυτου πως θα μπορούσε να τους πλανέψει. Δηλώνει πως θα μιλήσει όπως ακριβώς αισθάνεται καλώντας όλους όσους είναι μέσα στο ακροατήριο να πουν εάν ισχύουν όσα αρνητικά λέγονται γι' αυτόν. Αναλύει το πραγματικό νόημα της σοφίας και κατά πόσο είναι σοφός ή όχι σαν άνθρωπος, συνεχίζοντας με λεπτομέρεια για όσα λέγονται εις βάρος του. Ακολουθεί ένας διάλογος με τον Μέλητο όπου τον προκαλεί να αποδείξει με ποιον τρόπο διαφθείρει τους νέους. Ο διάλογος αυτός για να αναλυθεί λέξη προς λέξη χρειάζεται ένα άρθρο μόνο του. Τα δικά μου συμπεράσματα ήταν πως ο Μέλητος απαντώντας απλά και μονολεκτικά στις διαυγείς, έξυπνες και περίπλοκες, ουσιαστικά ρητορικές για αυτόν ερωτήσεις του Σωκράτη, στερείται ικανοποιητικών απαντήσεων και πνευματώδους επιχειρηματολογίας και κατά τη γνώμη μου απορώ πως εκείνη την εποχή έπεισε το δικαστήριο περί διαφθοράς του Σωκράτη. Εάν δεν έπαιζαν και άλλοι παράγοντες ρόλο που ανέφερα νωρίτερα σε προηγούμενη παράγραφο μάλλον θα επιβεβαιωνόταν ο Σωκράτης ο οποίος είχε πει πως <<είναι σε όλους φανερό πως εάν δεν είχα παρουσιαστεί για να με κατηγορήσουν ο Άνυτος και ο Λύκων, θα χρώσταγε (ο Μέλητος) και 1000 δραχμές πρόστιμο επειδή δεν θα έπαιρνε ούτε το 1/5 των ψήφων>> εννοώντας τις ψήφους της καταδίκης του που δεν θα ήταν ούτε το 1/5, και σε αυτή την περίπτωση ο Μέλητος θα αναγκαζόταν να επιβαρυνθεί με πρόστιμο. Εν ολίγοις για μένα οι κατήγοροι απλά αδυνατούν να πείσουν. Διαβάζοντας ο καθένας την Απολογία μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα του. Στη συνέχεα καταθέτει παραδείγματα του ήθους του κατά τη διάρκεια της ζωής του αναφέροντας και ονομαστικά παρευρισκόμενους στο ακροατήριο που τον γνωρίζουν και που είναι εκεί για μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας καταλήγοντας πως δεν φοβάται τον θάνατο και δεν θα παρακαλέσει κάνοντας εν τέλει αυτό που νιώθει σωστό. Στην πρώτη ψηφοφορία των δικαστών τον κρίνουν ένοχο μεπερίπου280 υπέρ της ενοχής του και 220 κατά αυτής.
 
Το δεύτερο μέρος της Απολογίας είναι μετά την ανακοίνωση της ψηφοφορίας και όταν τον ρωτούν οι δικαστές τι ποινή θέλει να του επιβληθεί. Ο Σωκράτης δεν αγανακτεί για την απόφαση και μάλιστα απορεί που καταδικάστηκε με τόσο μικρή διαφορά. Μάλιστα κάποια στιγμή εξοργίζει το δικαστήριο λέγοντας πως πρέπει ως ποινή να του επιβληθεί δια βίου και δωρεάν σίτιση στο πρυτανείο όπως γίνεται στους ευεργέτες της πόλης. Εναλλακτικά αντιπροτείνει ένα πρόστιμο 30 μνων με εγγυητές τον Κρίτωνα, Απολλόδωρο και Κριτόβουλο. Ότι λέει δεν το λέει από αλαζονεία αλλά γιατί πραγματικά είναι εντάξει με τον εαυτό του και νιώθει πως ποτέ στη ζωή του δεν έβλαψε κανέναν, αντίθετα έκανε μόνο καλό. Ίσως επειδή διαισθανόταν την επικείμενη απόφαση και ήθελε να προκαλέσει λίγο όλη αυτή τη κωμωδία εναντίον του.
 
Μετά και το δεύτερο σκέλος ακολουθεί και η επόμενη ψηφοφορία όπου τον καταδικάζει σε θάνατο και μάλιστα με περισσότερες ψήφους. Εκεί ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος. Απορεί γιατί βιάζονται να σκοτώσουν έναν 70χρονο που βρίσκεται ήδη στη δύση της ζωής του. Δεν μετανιώνει για ότι είπε και έκανε και δεν θα προσπαθήσει να αποφύγει την καταδίκη.
 
Μάλιστα λέει χαρακτηριστικά κάτι που μου έκανε εξαιρετική εντύπωση: <<Θέλω όμως σε εσάς που με καταψηφίσατε να δώσω και ένα χρησμό για το μέλλον: Γιατί ήδη βρίσκομαι στο σημείο που οι άνθρωποι σαν πρόκειται να πεθάνουν- αποκτούν τη δυνατότητα να προλέγουν καλύτερα. Λέω λοιπόν, σε όσους από εσάς, άνδρες με σκοτώσατε, ότι αμέσως μετά το θάνατο μου, θα τιμωρηθείτε πολύ χειρότερα. Μα τον Δία, απ' όσο με τιμωρείται σκοτώνοντας με. Γιατί τώρα με την πράξη σας αυτή νομίζετε πως θα απαλλαγείτε από το να δίνετε λόγο για τη ζωή σας. Αλλά ακριβώς το αντίθετο θα συμβεί όπως εγώ σας τα λέω. Γιατί θα αυξηθούν εκείνοι που σας ελέγχουν, τους οποίους εγώ μέχρι τώρα, χωρίς να το καταλαβαίνετε εμπόδιζα >>. Να σχολιάσω απλά πως αυτό αποδείχτηκε επιεικώς προφητικό από τότε μέχρι και σήμερα και επαναλαμβάνεται συνεχώς και καθημερινά; Συνεχίζει διερωτώμενος τι υπάρχει στην άλλη ζωή και ευελπιστεί να συναντήσει πραγματικούς δικαστές στον Άδη και να συναντήσει τις μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας. Κατακρίνει τους κατηγόρους του που πίστεψαν πως θα μπορούσαν να τον βλάψουν με αυτό τον τρόπο, και αποχαιρετά όλους με τα συγκλονιστικά λόγια: <<Αλλά τώρα είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω και εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο μέρος είναι άγνωστο σε όλους μας εκτός από το Θεό…
 
Στη φυλακή έμεινε ένα μήνα περίπου λόγο της απουσίας του ιερού πλοίου της πόλης, της Πάραλου που βρισκόταν στην Πύλο για τις γιορτές του Απόλλωνα. Όσο απουσίαζε το ιερό πλοίο κανένας δεν μπορούσε να εκτελεστεί. Μάλιστα καθυστέρησε λόγο τρικυμίας Ο Κρίτων που ήταν πιστός φίλος του Σωκράτη, τον επισκέφτηκε για να τον ειδοποιήσει πως το πλοίο φάνηκε στο Σούνιο, άρα πλησίαζε και η ώρα της εκτέλεσης της ποινής. Παρά την επιμονή τη δική του όπως και άλλων φίλων και μαθητών του να δραπετεύσει, εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά να το κάνει. Θα δεχόταν την ποινή του με ηρεμία και αξιοπρέπεια μένοντας πιστός στους κανόνες της πολιτείας και της απόφασης του δικαστηρίου, δείχνοντας έτσι πως εξακολουθεί να τιμά και να σέβεται τους νόμους. Εκτός από αυτό όμως η πράξη του να μην εμποδίσει το θάνατο του έκρυβε και βαθύτερο νόημα. Δραπετεύοντας θα έπρεπε να ζήσει σαν φυγάς μακριά από τον τόπο του και αυτό δεν το ήθελε. Δεν τον ενδιέφερε να ζήσει όση ζωή του απέμεινε στα 70 του χρόνια στην εξορία, μακριά από τη ζωή και το περιβάλλον που γνώριζε και αγαπούσε, σαν ένας δραπέτης. Άλλωστε για τον Σωκράτη ο θάνατος που θα ερχόταν από το κώνειο, δεν ήταν παρά μια επιτάχυνση της χρονικής στιγμής του θανάτου που θα ερχόταν από γηρατειά έτσι και αλλιώς κάποια στιγμή. Δεν έβλεπε τον θάνατο σαν το τέλος. Εκτός από αυτό όμως, με την αυτοθυσία του δεν ήθελε παρά να αποδείξει στους υπόλοιπους την μεγάλη αλήθεια που γι' αυτόν ήταν αυτονόητη: Πως με τον αδιαμαρτύρητο θάνατο του και υποφέροντας αγόγγυστα την αδικία της εκτέλεσης του αποδείκνυε αυτόματα πως έμενε πιστός στις πεποιθήσεις και τις αρχές που σε όλους δίδασκε μια ζωή, πλήττοντας έτσι τη μισαλλοδοξία και τη δεισιδαιμονία. Στους πλατωνικούς διαλόγους Κρίτων και Φαίδωνα καταγράφεται και αυτή η συνομιλία με τον Κριτία, αλλά και η φοβερή στιγμή του θανάτου του. Οι φίλοι του και μαθητές του τον επισκέπτονται στο κελί του για να του κάνουν συντροφιά και να του δώσουν θάρρος, αν και μάλλον ο Σωκράτης δίνει θάρρος σε αυτούς. Κατά το τέλος της ημέρας ο φρουρός φέρνει το κώνειο που πίνει χωρίς ίχνος ταραχής και αγωνίας. Η δραματική διήγηση κορυφώνεται με τον Σωκράτη να νιώθει στα πόδια τούτο μούδιασμα του θανάτου και όταν πλησιάζει η ώρα να ξεψυχήσει λέει και τα τελευταία λόγια στον Κριτία, να θυσιάσει στον Ασκληπιό για λογαριασμό του ένα κόκορα. Το τραγικό του τέλος έρχεται με τη λεπτομερειακή εξιστόρηση ακόμα και των συσπάσεων του προσώπου του καθώς χάνει το χρώμα του και πεθαίνει. Πραγματικά συγκλονιστική στιγμή…Και έτσι τελειώνει η ζωή ενός από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας αλλά και μια σελίδα ντροπής για την ιστορία μας και το θεσμό της Δημοκρατίας…
 
Η σπάνια φιλοσοφική οντότητα του Σωκράτη είχε συγκεντρώσει γύρω του πολλούς μαθητές που ίδρυσαν τις λεγόμενες Σωκρατικές Σχολές, προσθέτοντας στον κορμό της διδασκαλίας του και την δική τους φιλοσοφική αντίληψη. Αυτές ήταν: Η Μεγαρική ή Εριστική Σχολή, η Κυνική Σχολή και η Κυρηναϊκή Σχολή. Θα αναλύσουμε συνοπτικά το αντικείμενο της κάθε μίας ώστε να δοθεί ένα γενικό νόημα χωρίς να ξεφύγουμε από την κεντρική ουσία που είναι ο βίος του Σωκράτη, αφού για να μιλήσουμε εις βάθος για την κάθε μια, θα χρειαστεί και εδώ ένα ολόκληρο άρθρο.
 
Στην Μεγαρική που ιδρύθηκε από τον μαθητή του Σωκράτη, Ευκλείδη από τα Μέγαρα, διδασκόταν πως το ον είναι ένα και ταυτίζεται με το αγαθό στοιχείο παρόλο που μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικές έννοιες και ονομασίες. Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την ανύψωσή του μέχρι τη θεϊκή νόηση και αυτό επιτυγχάνεται με τον διαλεκτικό έλεγχο. Επίσης επικεντρώνεται στον τρόπο που γίνεται μέσα από πολλές εννοιολογικές αποδόσεις μιας έννοιας να διατηρήσεις την σημασία της. Η Μεγαρική Σχολή έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της Πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών, αφού μετά το θάνατο του Σωκράτη, ο Πλάτωνας έμεινε αρκετό καιρό με τον Ευκλείδη.
 
Στην Κυνική Σχολή που ιδρύθηκε από τον Αντισθένη διδασκόταν ο αυτοέλεγχος, η αρετή και η σωφροσύνη που δίδασκε ο Σωκράτης, και που είναι το μέσον για το υπέρτατο αγαθό, την αρετή. Αυτή επιτυγχάνεται με την αυτογνωσία και με την πειθαρχία στον καθημερινό βίο μας. Η πειθαρχία και η απαλλαγή από την ηδονή, απελευθερώνει από τις ανάγκες. Ζούσαν αυστηρά, λιτά και σεμνά, περιφρονώντας τον πολιτισμό και τα αγαθά του και οτιδήποτε έχει σχέση με τη γνώση που σχετίζεται με τον πολιτισμό. Ζούσαν στη φύση θεωρώντας πως έτσι προφυλάσσονται από τις κακοτοπιές και τις απογοητεύσεις της κοινωνίας και επιτυγχάνουν την θέωση. Αντιπροσωπευτικότερος μαθητής αυτής της Σχολής, ήταν ο Διογένης από την Σινώπη που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του μέσα σε ένα πιθάρι, κρατώντας ένα φανάρι και κραυγάζοντας πως ψάχνει να βρει έναν αληθινό και τίμιο άνθρωπο!  Άλλη μία από τις άπειρες αποδείξεις της διαχρονικότητας ή ακόμα και της προφητικής, επίκαιρης διδασκαλίας του Σωκράτη.
 
Στην Κυρηναϊκή Σχολή, η σχολή που βγήκε μέσα από τη γνώση της ηδονής που δημιούργησε ο Αρίστιππος πρέσβευαν την αρετή που προέρχεται από τη γνώση και το ενάρετο που προέρχεται από την πράξη που προσφέρει ευχαρίστηση. Ευχαρίστηση όμως που δεν πρέπει να σε καταλαμβάνει, κάνοντας σε σκλάβο της. Η ηδονή είναι ευτυχία και η ευδαιμονία της στιγμής η μεγαλύτερη ευτυχία, αφού το παρελθόν έχει ήδη μείνει πίσω μας και το μέλλον αργεί ακόμα να έρθει όποτε το παρόν έχει τη μεγαλύτερη αξία με βασική προϋπόθεση όμως, η ευδαιμονία αυτή να μην προκαλείται ποτέ σε βάρος κάποιου άλλου και να του προκαλεί δυστυχία. Ο Αρίστιππος διδάσκει τη φιλοσοφία ως τέχνη ζωής που αποσκοπεί στην διατήρηση της εσωτερικής ευτυχίας.
 
Μπορεί να πέρασαν αιώνες και αιώνες από το θάνατό του Σωκράτη αλλά τα κληροδοτήματα του και η συνεισφορά του στην ανθρώπινη εξέλιξη της σκέψης και των αξιών του πολιτισμού μας, εξακολουθούν και παραμένουν επίκαιρα μέχρι σήμερα. Η διδασκαλίες του επαληθεύονται συνεχώς, αφού ο καθένας από εμάς ψάχνει να βρει κάθε μέρα τον πραγματικό εαυτό του, να τον ανακαλύψει και να δημιουργήσει το ήθος, το χαρακτήρα και τις αρχές του. Κάθε μέρα υπάρχουν άνθρωποι που ορθώνουν το ανάστημα τους στα κακώς κείμενα αυτού του κόσμου με μόνη ασπίδα την ειλικρίνεια και τη σιδερένια θέληση που χρειάζεται για να αντιταχθείς σε αυτά. Και κάθε μέρα υπάρχει και ένας Σωκράτης εκεί έξω που καταδικάζεται σε θάνατο και πίνει και αυτός το δικό του κώνειο. Η προσπάθεια συγγραφής ενός τέτοιου άρθρου είναι για εκείνον και για όλους αυτούς που κρύβουν ένα Σωκράτη μέσα τους.

Ο Καβάφης για τη ζωή

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ να πούνε.
 
Αν σήμερα θεωρούμε την ποιητική αξία του Κωνσταντίνου Καβάφη κάτι το δεδομένο, αυτό δεν ίσχυε πάντα. Τον κατέκριναν, τον χλεύασαν σε μεγάλο βαθμό, τον παρώδησαν και πολλοί προσπάθησαν να αποδείξουν πως όσα έγραφε «δεν συνιστούσαν ποίηση». Και αυτό συνέβαινε όχι μόνο όσο ζούσε αλλά και μετά το θάνατό του.
 
Δεν έχει υπάρξει και ελπίζω να μην υπάρξει πιο «κακοποιημένος» από τους αναγνώστες και κάποιους εκπαιδευτικούς - εξεταστές ποιητής από τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
 
Είναι ο ποιητής που έχει διαβαστεί αποσπασματικά όσο κανένας άλλος, που έχει αναλυθεί κατά λέξη όσο κανένας άλλος- σε τέτοιο βαθμό που χάνεται ολότελα το νόημά του, σε τέτοιο βαθμό που οτιδήποτε ζωντανό μέσα του ασφυκτιά και πεθαίνει. Είναι αυτός που όλοι έχουμε διαβάσει δίστιχά του χωρίς να γνωρίζουμε το συγκείμενο (το context) και –όπως είναι μαθηματικά λογικό και αναμενόμενο- βγάλαμε βεβιασμένα συμπεράσματα.
 
Το «τι θέλει να πει ο ποιητής», κυρίες και κύριοι, δεν είναι ποτέ ο αυτοσκοπός και –ευτυχώς- δεν υπάρχει σωστή απάντηση.
 
Πρώτον, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θέλει να πει ο ποιητής γιατί δεν τον έχεις μπροστά σου να τον ρωτήσεις και να σου απαντήσει.
 
Το να μαντεύει ο καθένας τι μπορεί να είχε στο μυαλό του ο Καβάφης και να θέτει την εικασία του ως δεδομένο και απαράβατο κανόνα, είναι ακριβώς το αντίθετο από τον ίδιο τον σκοπό της Ποίησης. Το να ζητείται από τον κάθε μαθητή- σπουδαστή- φοιτητή να μάθει απ’ έξω την προσωπική θεωρία του οποιουδήποτε -κατά τ’ άλλα πολυδιαβασμένου και μορφωμένου ερευνητή- και να είναι σε θέση να την αναπαράγει κατά λέξη, είναι, για μένα, έγκλημα.
 
Επίσης, ένα ποίημα είναι –ευτυχώς και πάλι- κάτι πολύ προσωπικό και εξατομικευμένο και λέει άλλα πράγματα στον καθένα ανάλογα με την ηλικία του, το χαρακτήρα του, τα βιώματά του, τα όνειρά του, τους εφιάλτες του, τις εμμονές του, το βλέμμα του, τον τρόπο που αγγίζει, τον τρόπο που μυρίζει. Ένα ποίημα μού λέει άλλα πράγματα από αυτά που λέει σε σένα και λέει άλλα πράγματα σε μένα στα 20 και άλλα στα 30 μου. Ακριβώς εκεί έγκειται και η ομορφιά του.
 
Ας μάθουμε επιτέλους στους ανθρώπους να σκέφτονται και όχι τι να σκέφτονται.
 
1. Τον φόβο σου μόνο εσύ μπορείς να τον θρέψεις και μόνο εσύ μπορείς να τον καταστρέψεις. Τα τέρατα ζουν μέσα σου και στο χέρι σου είναι μόνο αν θα τα αφήσεις να μεγαλώσουν ή όχι. Ή, όπως λέει και ο Καβάφης, «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου».
 
2. Οι άνθρωποι που έχεις δίπλα σου να είναι λίγοι και καλοί. Μην αναλώνεσαι με ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις άσχημα, που σε μειώνουν, που δεν θέλουν το καλό σου, που δεν ξέρουν να δίνουν. Μην εξαντλείσαι «μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου».
 
3. Αυτά που δεν λες, αυτά που δεν ζεις, αυτά που δεν θες να παραδεχθείς ούτε στον εαυτό σου, τα απωθημένα και τα καταπιεσμένα σου ένστικτα είναι αυτά που θα έρθουν μια μέρα και θα σε εκδικηθούν, θα σε πνίξουν. Μην καταπιέζεις τον εαυτό σου, μην δημιουργείς αδιέξοδα εκεί που δεν υπάρχουν. Ζήσε.
 
4. Πόθος. Έρωτας. Σεξ. Αγάπη. Οι μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις. Απόλαυσέ τες.
 
5. Δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε. Ίσως μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δεν ζήσαμε. Οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι, όλα τα «σ αγαπώ» που τσιγκουνευτήκαμε, όλα τα σώματα που αγγίξαμε μόνο νοητά, όλα τα χείλη που ονειρευτήκαμε αλλά φοβηθήκαμε να φιλήσουμε. Ίσως τα «όχι» μας μας έκαναν αυτό που είμαστε, όχι τα «ναι» μας. Ίσως.
 
6. Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίσει δεν θα τελειώσει και ποτέ. Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες. Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε για πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.
 
7. Το να παραδεχθούμε ότι κάτι πέθανε, ότι έκανε τον κύκλο του, ότι δεν είναι πια ό,τι ήταν, ότι το χάσαμε για πάντα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η μόνη λύση είναι, όμως, να αποχαιρετήσεις αυτό που φεύγει «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος». Τουλάχιστον «σαν». Μέχρι να γίνεις θαρραλέος.

Άρτεμις: Η πτώση και η λύτρωση της Θεάς του κυνηγιού

Στην Ελληνική Μυθολογία υπάρχει μια ιστορία για την Άρτεμη, τη θεά του κυνηγιού. Η Άρτεμη ήταν η καλύτερη κυνηγός γιατί ο τρόπος που κυνηγούσε ήταν φυσικός και αβίαστος. Ικανοποιούσε εύκολα όλες της τις ανάγκες και ζούσε σε τέλεια αρμονία με το δάσος. Όλα τα ζώα την αγαπούσαν και το να τα κυνηγήσει η θεά αποτελούσε τιμή.

Η Άρτεμη δεν φαινόταν ποτέ πως κυνηγά. Ό,τι είχε ανάγκη ερχόταν μόνο του σε κείνη. Γι΄ αυτό ήταν η καλύτερη κυνηγός, αλλά αυτό ήταν που την έκανε και το δυσκολότερο θήραμα. Όταν έπαιρνε τη μορφή ζώου, γινόταν ένα μαγικό ελάφι που ήταν σχεδόν αδύνατον να το πιάσει κανείς. Η Άρτεμη ζούσε σε τέλεια αρμονία με το δάσος, μέχρι που μια μέρα ένας βασιλιάς διέταξε τον Ηρακλή, τον αήττητο γιο του Δία που αποσκοπούσε να γίνει θεός, να κυνηγήσει το μαγικό ελάφι της Άρτεμης. Εκείνος δέχτηκε και πήγε στο δάσος για να κυνηγήσει το ελάφι.

Όταν το ελάφι είδε τον Ηρακλή, δεν φοβήθηκε. Τον άφησε να πλησιάσει, αλλά με το που εκείνος προσπάθησε να το πιάσει άρχισε να τρέχει. Δεν υπήρχε περίπτωση να το πιάσει αν δεν γινόταν καλύτερος κυνηγός από την Άρτεμη. Ο Ηρακλής ζήτησε από τον Ερμή, τον αγγελιαφόρο των θεών και ταχύτερο όλων, να του δανείσει τα φτερωτά του σανδάλια. Τώρα ο Ηρακλής ήταν γρήγορος σαν τον Ερμή και σύντομα το θήραμα βρισκόταν στα χέρια του. Μπορείτε να φανταστείτε την αντίδραση της Άρτεμης.

Την είχε κυνηγήσει ο Ηρακλής και φυσικά ήθελε να τον εκδικηθεί. Ήθελε να τον κυνηγήσει και έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αιχμαλωτίσει, αλλά τώρα το δυσκολότερο θήραμα ήταν ο Ηρακλής. Ο Ηρακλής, ήταν τόσο ελεύθερος που, όσο κι αν προσπαθούσε η Άρτεμη, δεν μπορούσε να τον αιχμαλωτίσει. Στην πραγματικότητα, η Άρτεμη δεν χρειαζόταν τον Ηρακλή. Ένιωθε έντονη επιθυμία να τον πιάσει, αλλά, φυσικά, αυτό ήταν μια απλή ψευδαίσθηση. Πίστευε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του και ήθελε να τον κάνει δικό της. Το μόνο που είχε στο νου της ήταν να πιάσει τον Ηρακλή. Της έγινε εμμονή, μέχρι που έπαψε να είναι ευτυχισμένη.

Η Άρτεμη άρχισε να αλλάζει. Δεν ήταν πια σε αρμονία με το δάσος, γιατί τώρα πια κυνηγούσε για την ικανοποίηση που ένιωθε όταν έπιανε τη λεία της. Παραβίασε τους ίδιους της τους κανόνες και μετατράπηκε σε αρπακτικό. Τα ζώα τη φοβούνταν και το δάσος άρχισε να την απορρίπτει, αλλά δεν την ένοιαζε. Δεν έβλεπε την αλήθεια. Το μόνο που είχε στο νου της ήταν ο Ηρακλής.

Ο Ηρακλής είχε πολλούς άθλους να κάνει, αλλά μερικές φορές πήγαινε στο δάσος για να δει την Άρτεμη. Κάθε φορά, εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αιχμαλωτίσει. Όταν ήταν με τον Ηρακλή, ένιωθε μεγάλη χαρά, αλλά επειδή ήξερε ότι εκείνος θα φύγει ένιωθε ζήλεια και κτητικότητα. Κάθε φορά που ο Ηρακλής έφευγε, η Άρτεμη πληγωνόταν και έκλαιγε. Μισούσε τον Ηρακλή, αλλά συγχρόνως τον αγαπούσε.

Ο Ηρακλής δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε στο μυαλό της Άρτεμης. Δεν είχε προσέξει ότι τον κυνηγούσε. Στο μυαλό του δεν ήταν ποτέ η λεία. Ο Ηρακλής αγαπούσε και σεβόταν την Άρτεμη, αλλά εκείνη ήθελε περισσότερα. Ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Ήθελε να τον κυνηγήσει και να τον αιχμαλωτίσει σαν αρπακτικό.  Φυσικά, όλα τα πλάσματα του δάσους πρόσεξαν την αλλαγή της Άρτεμης, εκτός από την ίδια. Στο μυαλό της ήταν ακόμη η θεά του κυνηγιού. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε εκπέσει. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ο παράδεισος του δάσους είχε γίνει κόλαση, γιατί με την πτώση της έπεσαν και οι υπόλοιποι κυνηγοί. Έγιναν όλοι αρπακτικά.

Μια μέρα ο Ερμής πήρε μορφή ζώου και, τη στιγμή που η Άρτεμη ήταν έτοιμη να τον σκοτώσει, ξαναπήρε την κανονική του μορφή και την έκανε να ανακαλύψει πάλι τη σοφία που είχε χάσει. Την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι είχε εκπέσει και με αυτή την επίγνωση πήγε στον Ηρακλή για να του ζητήσει συγγνώμη. Η αλαζονεία της ήταν που είχε προκαλέσει την πτώση της. Μιλώντας με τον Ηρακλή, συνειδητοποίησε ότι δεν την είχε προσβάλει ποτέ, γιατί δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε στο μυαλό της. Ύστερα κοίταξε γύρω της το δάσος και είδε τι του είχε κάνει. Ζήτησε συγγνώμη από κάθε λουλούδι και από κάθε ζώο, μέχρι που ξανακέρδισε την αγάπη τους. Έτσι, η Άρτεμη ξανάγινε η θεά του κυνηγιού.

Σας είπα αυτή την ιστορία για να σας τονίσω ότι όλοι μας είμαστε κυνηγοί και θηράματα. Όλα τα όντα είναι και τα δύο. Τι κυνηγάμε; Να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Μίλησα για τις ανάγκες του σώματος και τις ανάγκες του νου. Όταν ο νους πιστεύει ότι είναι το σώμα, οι ανάγκες είναι σκέτες αυταπάτες και δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. Όταν κυνηγάμε αυτές τις ανάγκες του νου που είναι ψεύτικες, γινόμαστε αρπακτικά – κυνηγάμε κάτι που δεν μας χρειάζεται.

Οι άνθρωποι κυνηγούν την αγάπη. Θεωρούμε ότι τη χρειαζόμαστε, γιατί πιστεύουμε ότι δεν την έχουμε, επειδή δεν αγαπάμε τον εαυτό μας. Ψάχνουμε την αγάπη στους άλλους, ελπίζοντας ότι θα μας την προσφέρουν, ενώ βρίσκονται κι εκείνοι στην ίδια κατάσταση. Ούτε εκείνοι αγαπούν τον εαυτό τους, άρα πόση αγάπη μπορούν να δώσουν σε εμάς; Κι έτσι, δημιουργούμε μια μεγαλύτερη ανάγκη, που δεν είναι αληθινή. Συνεχίζουμε να κυνηγάμε και να κυνηγάμε, αλλά στο λάθος μέρος, γιατί οι άλλοι δεν έχουν την αγάπη που χρειαζόμαστε.

Όταν η Άρτεμη συνειδητοποίησε την πτώση της, ξανάγινε ο εαυτός της, επειδή όλα όσα χρειαζόταν βρίσκονταν μέσα της. Το ίδιο ισχύει για όλους μας, επειδή όλοι μας είμαστε σαν την Άρτεμη μετά την πτώση και πριν τη λύτρωση. Κυνηγάμε την αγάπη, τη δικαιοσύνη, την ευτυχία.

Η αλλαγή προϋποθέτει εσωτερική επανάσταση

Να αλλάξουμε, να εξελιχθούμε, να ζήσουμε.
Πολύ ωραία όλα αυτά, όταν είμαστε έτοιμοι να τα κάνουμε.

Γέμισε η ζωή μας από «να» και δεν είμαστε ικανοί για τίποτα άλλο, μόνο λόγια από πράξεις μηδέν.

Σταμάτα να επιβάλλεις αλλαγή στους γύρω σου και πήγαινε στον καθρέφτη σου να κοιτάξεις πρώτα από όλα τον εαυτό σου.

Σταμάτα να φορτώνεις στους άλλους τα δικά σου ναυάγια  στους ωκεανούς του μυαλού σου και ξεκίνα να δεις μέσα σου, τι πραγματικά χρειάζεται ανακατασκευή.

Γιατί έκανες πολλά άσκοπα χιλιόμετρα και θέλεις λίγο να βρεις τις ισορροπίες σου, να κάνεις την αυτοκριτική σου και να ξεκινήσεις την επαναφορά που θέλεις. Μην πέφτεις στην αιώνια παγίδα, ότι πρέπει να αλλάξουν οι άλλοι γιατί εσύ θεωρείς ότι πάντα είσαι σωστός άνθρωπος και δεν κάνεις λάθη.

Ξέρεις κάτι, δεν υπάρχει κανένα μαγικό φίλτρο για να αλλάξεις, όλα ξεκινούν από τα βάθη της ψυχής σου και του μυαλού σου.

Από αύριο λοιπόν άρχισε να σκέφτεσαι διαφορετικά και ίσως παρασύρεις και τους υπόλοιπους.

Παραδέξου, ότι πέρασε από την ζωή σου ήταν ένα καλό μάθημα. Κι αν μέχρι σήμερα έμαθες να κρίνεις τους υπόλοιπους και ο εαυτός σου να παραμένει στο απυρόβλητο πρέπει σύντομα να παραδεχθείς το λάθος σου.

Να είναι πολύ δύσκολες οι επαναστάσεις για τους ανώριμους, τους αλαζόνες και τους νάρκισσους. Μάλλον για να το πω καλύτερα αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έκαναν ποτέ ανατροπή.

Η ανατροπή και η αλλαγή απαιτεί τόλμη.
Ισορροπείς μεταξύ χάους και απόρριψης.

Ποιος άραγε από όλα αυτά να είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου.
Να δεχθεί ο εαυτός σου πρώτα την αλλαγή ή ο περίγυρος σου να αποδεχθεί το καινούργιο που θα βλέπει σε εσένα.

Σταμάτα τα καθημερινά εγκλήματα και προχώρα πρώτα εσύ σε αλλαγές.

Γίνε αυτός που θέλεις να βλέπεις.

Όσες φορές κι αν τσαλακώθηκα, σηκώθηκα με ψηλά το κεφάλι

Ναι, τσαλακώθηκα, ράγισα, κομματιάστηκα αρκετές φορές. Ίσως και να μη θυμάμαι πόσες, μα είναι πολλές. Κάθε φορά που βούλιαζα μέσα στη θαλασσοταραχή, ευχόμουν να βγω από εκεί ζωντανός. Φοβόμουν μήπως με αρπάξει κανένα λυσσασμένο κύμα στην άβυσσο του ωκεανού. Μη χαθώ για πάντα, μη σκορπίσω.

Τσαλακώθηκα από παγωμένες καρδιές που δεν ήταν αμοιβαίες, από συμπάθειες που έπεσα έξω, από βλέμματα ψυχρά και αμετανόητα. Τσακίστηκα από πικρόχολες αγάπες και πλάνες υποσχέσεις που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Κομματιάστηκα από φιλικές γρατσουνιές στην πλάτη και δηλητηριώδες σφιχτές αγκαλιές.

Τσαλακώθηκα από σένα ζωή που άλλα μου έταζες και δε με είχες προειδοποιήσει, που άλλα ονειρεύτηκα και άλλα συνάντησα. Ράγισα ζωή από ανηφοριές και χαράδρες που διάβηκα, από σκοτεινά σημεία και τρομακτικά θεριά που αντίκρισα. Ναι, δε στο κρύβω απελπίστηκα, κοιτάχτηκα στον καθρέπτη μου και μονολόγησα.

Όμως, πλανεύτηκα ζωή,  από την ευωδία των λουλουδιών σου  και τη θέα των καταπράσινων κοιλάδων σου, από το απέραντο γαλάζιο του ουρανού σου και των καταγάλανων νερών σου. Έπνιξα την πίκρα μου γιατί έπρεπε να παλέψω με τους δαίμονές μου, να σε εξερευνήσω πιθαμή προς πιθαμή και να γευτώ την γλύκα σου ζωή. Όσες φορές κι αν τσαλακώθηκα, σηκώθηκα με ψηλά το κεφάλι.

Κατευθύνθηκα προς το άγνωστο σου, τόσο δελεαστικό και όμορφο συνάμα. Τσαλακώθηκα, μα σηκώθηκα με ψηλά το κεφάλι. Κι όσο ακόμα τσαλακωθώ θα ξανασηκωθώ με ψηλά το κεφάλι.

Σε ξεφτισμένες καταστάσεις δεν έχει νόημα η «συγγνώμη».

«Ρόδα είναι και γυρίζει», λέμε πολλές φορές από μέσα μας όταν κάποιος μας απογοητεύει και μας πικραίνει. «Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος», περνάει άλλοτε σαν σκέψη απ’ το μυαλό μας όταν βρισκόμαστε εμείς στο κάτω μέρος της ρόδας και κοιτάμε τον άλλον να βρίσκεται στην κορυφή περήφανος και να μας γνέφει όλο χάρη.

Και καθώς ο χρόνος κυλάει περιμένουμε μια ευάλωτη στιγμή του, ένα λύγισμά του, που θα τον κάνουν να ρίξει τα μούτρα του και θα ακούσουμε απ’ τα χείλη του μια μεγάλη «συγγνώμη». Θα πάρουμε την επιβεβαίωση που τόσο καιρό περιμέναμε και θα νιώσουμε πανηγυρικά δικαιωμένοι.

Όσο όμως περιμένουμε, τίποτα δε γίνεται. Τίποτα δεν αλλάζει. Όσο σερνόμαστε στα πατώματα όλα μένουν ίδια. Ψυχική φθορά, χάσιμο του εαυτού σε δύσβατα μονοπάτια, ταλαίπωρα και μουχλιασμένα βράδια με άρρωστες σκέψεις επικρατούν.

Και ξάφνου, όταν όλα παίρνουν το δρόμο τους κι έχεις αποδεχτεί πια πως εκείνος ή εκείνη που σου φέρθηκε σαν ένα πιόνι δε θα καταλάβει ποτέ το λάθος του, αλλά ούτε και θα ακούσεις μια «συγγνώμη» για τις φορές που σε πάτησε και σε μηδένισε, επιστρέφει από ‘κεί που δεν το περιμένεις.

Για να πει επιτέλους αυτή τη «συγγνώμη». «Συγγνώμη» για τις φορές που σε πλήγωσε, για τις στιγμές που είχες δάκρυα στα μάτια εξαιτίας του, που φέρθηκε σαν ένας μικρός κομπάρσος στη ζωή σου, αλλά ταυτόχρονα κι ένας μεγάλος εξολοθρευτής της ψυχής σου. «Συγγνώμη» για τις ώρες που περίμενες και δεν ήταν εκεί ή για το χρόνο που ποτέ δε σου αφιέρωσε.

Έρχεται για να πει γενικά ένα «Συγγνώμη για όλα». Λίγο αργά, λίγο φθηνά, λίγο αδιάφορα. Διότι δεν έχει πια σημασία. Διότι σε ξεφτισμένες καταστάσεις δεν έχει πια νόημα. Διότι έχεις περπατήσει αρκετά βήματα μπροστά. Διότι δεν αποζητάς καμία απολογία και δεν έχεις όρεξη να δώσεις κανένα συγχωροχάρτι. Διότι ο καιρός πέρασε και το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει.
  
Εκείνος, όμως, δεν πτοείται. Συνεχίζει να ζητάει «συγγνώμη» για τα περασμένα σαδιστικά μεγαλεία του. Ή γιατί κατάλαβε τις βλακείες που έκανε. Ζητάει «συγγνώμη» γιατί πληγώθηκε από κάπου και συνειδητοποίησε πόσο άσχημο τελικά είναι αυτό. Να πληγώνεις τους ανθρώπους. Ήρθε στη θέση σου και στάνιαρε. Έφαγε τα μούτρα του κι ίσιωσε. Τσακ και να τος πάλι μπροστά σου με κρίσεις μελαγχολίας και τώρα πια το στόμα του πάει ροδάνι. Εκεί που δεν ενδιαφερόταν αν ζεις ή αν πέθανες, ζητάει και συγχώρεση από πάνω γι’ αυτό.

Τι κι αν πέρασε ένας χρόνος ή δύο χρόνια; Το θράσος δεν απομακρύνεται απ’ τους ανθρώπους που το αγαπούν. Κι έτσι δε θα ενδιαφερθεί ούτε για τη φάση στην οποία θα βρίσκεσαι, αλλά ούτε θα βάλει το μυαλό του να σκεφτεί αν εσύ είσαι σε θέση να ακούς τις «συγγνώμες» του.

«Συγγνώμες» με χρονοκαθυστέρηση. «Συγγνώμες» χωρίς θεμέλια και σταθερή βάση. Μπορεί κάποτε να τις αναζητούσες. Κάποτε, όμως, τότε που έπρεπε να ειπωθούν. Τώρα τι; «Συγγνώμη» για τι; Επειδή για άλλη μια φορά ήρθες δεύτερος; Γιατί δεύτερος έρχεσαι όταν κάποιος σου ζητάει «συγγνώμη» επειδή απορρίφθηκε από κάπου αλλού.

Δεν τις θέλεις αυτές. Είναι βαρετές κι ανόητες. Κι ας είναι αληθινές. Ας βγαίνουν απ’ τα βάθη μιας ψυχής, ας προέρχονται από γνήσια συναισθήματα. Δεν τις χρειάζεσαι. Δεν έχουν τίποτα να σου πουν. Επειδή όμως έχεις αυτιά και μάτια, ξέρεις να τις ακούς και να τις βλέπεις. Γιατί πάντα ήξερες να δίνεις την προσοχή σου σε άτομα που ήθελαν να μοιραστούν μια σκέψη τους μαζί σου. Ακόμη κι αν αυτοί δεν το έκαναν ποτέ για σένα.

Έτσι, λοιπόν, δέχεσαι τη «συγγνώμη», γιατί δεν υπάρχει και λόγος να μην τη δεχτείς. Συγχωρείς και λες κι εσύ λόγια αγνά και ανθρώπινα. Έτσι, γιατί έζησες πέντε δέκα πράγματα με αυτό το πρόσωπο. Δεν κρατάς κακία. Και ποιος ο λόγος να το κάνεις άλλωστε; Τι θα κερδίσεις;

Το ζήτημα είναι πως πάλι νιώθεις κενό. Το ίδιο κενό με τότε κι ας άκουσες λόγια μετάνοιας. Κενό γιατί αντιλαμβάνεσαι πως ξανά κάποιος σου ζήτησε μια συγγνώμη τη στιγμή που δεν την άξιζες.

Γιατί πλέον δεν υπάρχει τίποτα που να σε δένει μαζί του. Πάλι δε σου δίνει τίποτα. Κι όταν κάποιος δε σου δίνει τίποτα, αυτόματα δε σου χρωστάει και κάτι. Με μια συγγνώμη εκ των υστέρων επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό. Λόγια που δεν έχουν νόημα, παγωμένα συναισθήματα και τελειωμένες καταστάσεις που δεν έχουν καμιά προοπτική να αναστηθούν.

Η έκφραση: «από τότε που βγήκε η συγγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο» επιβεβαιώνεται σε μια τέτοια περίπτωση. Γιατί ο κόσμος έχει χαζέψει. Τη στιγμή που πρέπει να τη ζητήσει κάνει τον κινέζο κι όταν δεν είναι απαραίτητο πια την πιπιλάει, έτσι, σαν καραμέλα.

Φτάνει. Ως εδώ. Δε δίνεις άλλη έκταση. Συγχωρείς, γιατί αυτό είναι πρέπον για ‘σένα και συνεχίζεις. Πας παρακάτω. Ο χρόνος μια τέτοιας «συγγνώμης» έληξε. Κι όποιος σου τη ζήτησε εύχεσαι να έχει μια καλή τύχη από ‘δω και πέρα. Μακριά από ‘σένα πια.

Αν οι λέξεις σας καταπνίγουν, είναι καιρός να τις αφήσετε να βγουν έξω

Ακόμα και οι πιο ήσυχοι άνθρωποι στον κόσμο δεν μπορούν να κουβαλήσουν όλα τα συναισθήματα μέσα τους αφού όλοι χρειαζόμαστε να απελευθερώσουμε τα αρνητικά συναισθήματα ανά καιρούς και να εκφράσουμε με λέξεις αυτά που καταπνιγούμε μέσα μας. Στην πραγματικότητα, θα υπάρξουν στιγμές που ίσως θα ξέρετε πως οι λέξεις σας πνίγουν, σας πληγώνουν εσωτερικά και απλώς δεν ξέρετε πως να εκφράσετε αυτό που νιώθετε. Είναι σαν να πνίγεστε και η καρδιά σας δεν σας αφήνει να αναπνεύσετε.

Μπορεί ακόμα να σκεφτείτε πως δεν υπάρχουν λέξεις αρκετά ακριβείς να μεταφέρουν την αληθινή εικόνα από το τι πραγματικά σας συμβαίνει. Είναι εντελώς φυσιολογικό, απλώς πρέπει να προσπαθήσουμε και να μάθουμε πως να αναπνέουμε βαθιά. Όλοι έχουμε περάσει μια παρόμοια κατάσταση αλλά μπορώ να σας πω πως δε θα είναι έτσι για πάντα: είτε το πιστεύετε είτε όχι η φούσκα του πόνου σας θα σπάσει και θα βρείτε τον τρόπο να τον ανακουφίσετε και να νιώσετε καλύτερα.

Το να μην εκφράζετε τα συναισθήματα σας μπορεί να σας κάνει άρρωστους

Υπάρχουν πολλά συναισθήματα που μπορούμε να νιώσουμε και ανεξάρτητα από το αν είναι αρνητικά ή θετικά πρέπει να εξωτερικεύονται ώστε να μπορούμε να τα διοχετεύσουμε σωστά. Αλλιώς παραμένουν μέσα σας, δημιουργούν μια ενόχληση και κλέβουν κάποια από την ενέργεια σας.

«Μην αποθηκεύετε σιωπές, φωνάξτε που και που.»

Το σώμα και το μυαλό χρειάζεται να εκφράσουν τις πληροφορίες που συλλέγουν από τις εμπειρίες που έχουμε και αν δεν το κάνουμε τότε αρρωσταίνουν: Για παράδειγμα η αλεξιθυμία είναι μια κατάσταση που εμφανίζεται όταν πιέζουμε τα όρια αυτής της αδυναμίας του εκδηλώνουμε τα συναισθήματα μας. Αν νιώθετε πως καταπιέζεστε και δεν ξέρετε πως να συνεχίσετε είναι ίσως καιρός να αφήσετε τις λέξεις να μιλήσουν για εσάς ή ακόμα να αναζητήσετε βοήθεια- χωρίς να θέλουμε να σας πούμε τι να κάνετε και τι να μην κάνετε αλλά το να αναζητήσετε αυτού του είδους αίσθηση κατανόησης είναι αυτό που χρειάζεστε.

Κυνηγήστε τις λέξεις που θέλουν να απομακρυνθούν

Είναι περίεργο πως όταν παροτρύνεστε να πείτε κάτι δεν μπορείτε επειδή τα λόγια φαίνεται πως απομακρύνονται και δεν σας αφήνουν! Ωστόσο αν αναζητείτε δύναμη κυνηγήστε τα και στο τέλος θα τα κρατήσετε.

«Κάθε αναστεναγμός είναι σαν μια γουλιά ζωής με την οποία ξετυλίγεται ο εαυτός σας.» – Juan Rulfo

Είναι πιθανό πως όταν θα είστε έτοιμοι να μιλήσετε, θα τραυλίσετε, οι προτάσεις θα διακόπτονται και το στόμα σας θα είναι στεγνό. Ή ίσως αντί να μιλήσετε, προσπαθήστε να γράψετε τις σκέψεις σας αν και μπορεί να μην έχουν συνοχή αλλά θα εκπλαγείτε από αυτό που θα δείτε στο χαρτί.
Ωστόσο , οι λέξεις που σας πνίγουν πρέπει να βγουν έξω επειδή είναι ωφέλιμο για εσάς να τις ακούσετε και να τις αποδεχθείτε. Μέχρι να τις εκφράσετε, δε θα μπορείτε να τις αποδεχθείτε ούτε θα ξέρετε πως να τις εφαρμόσετε στην ζωή σας.

Κάποια εργαλεία για το πώς να απελευθερώσετε τα αρνητικά συναισθήματα

Το να απελευθερώσετε τα αρνητικά συναισθήματα είναι μια από τις πιο περίπλοκες διαδικασίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως άνθρωποι επειδή πρέπει να εκθέσουμε τον εαυτό μας σε όλα αυτά που μας ταλαιπωρούν ώστε να δούμε προσεκτικά τι είναι αυτό που μας βασανίζει.
Ωστόσο υπάρχουν κάποιες τεχνικές που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την απελευθέρωση των συναισθημάτων και να σας βοηθήσουν να βρείτε την εσωτερική σας γαληνή:
● Να είστε ο σύμβουλος σας: αν νομίζετε πως είστε ικανοί στην αντικειμενικότητα, πρέπει να αναλύσετε τον εαυτό σας, το να ξεχωρίσετε τα πλεονεκτήματα και τα μειονέκτημα αυτών που σας συμβαίνουν είναι μια καλή άσκηση ηρεμίας.
● Κλάψτε: πάντα λέω πως το κλάμα είναι ωφέλιμο αλλά θεωρώ πως είναι αναγκαίο να καταλάβουμε πως είναι χρήσιμο μόνο όταν γνωρίζουμε ότι μας ηρεμεί. Δώστε την ευκαιρία στον εαυτό σας να κλάψει μέχρι να μην μπορεί άλλο και μετά προσπαθήστε να βγάλετε συμπεράσματα.
● Αποκτήστε γαλήνη και ηρεμία: Ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσετε τα προβλήματα είναι μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ηρεμίας. Αν είχατε μια κακή στιγμή, κάντε κάτι που σας χαλαρώνει, όπως το να ακούσετε μουσική και μετά ψάξτε τα λόγια που θέλετε να πείτε.
● Να περιβάλλεστε από ανθρώπους που σας αγαπάνε: Είναι προφανές ότι είναι πολύ σημαντικό να βρείτε κάποιον κοντινό σας που να χαίρεται με τις επιτυχίες σας και να δείχνει κατανόηση στις αποτυχίες, στους φόβους ή στους δισταγμούς σας. Είναι σίγουρο πως υπάρχει κάποιος στο πλευρό σας ο οποίος είναι πρόθυμος να μην σας κρίνει, με τον οποίο νιώθετε ελεύθεροι να μιλήσετε και να ακουστείτε.

«Νομίζω ότι είσαι από αυτούς τους ανθρώπους που ξέρει πως να ακούει με τα αυτιά, με τα μάτια και με την καρδιά την ίδια στιγμή.» -Kate Morton

Η ισοπεδωτική επίδραση της λαϊκής γνώμης

Ο Πλάτων δεν εμπιστεύεται τη λαϊκή κουλτούρα και θεωρεί πως οι επιδράσεις της καταπνίγουν την ανεξάρτητη σκέψη. Η δυσπιστία του εκφράζεται παραστατικά στο παρακάτω χωρίο της Πολιτείας. (429a-c):

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αν λοιπόν τύχει να λάβει [κάποιος με ιδιοσυγκρασία φιλοσοφική] την προσήκουσα μάθηση, μεγαλώνοντας θα φθάσει οπωσδήποτε να κατακτήσει κάθε αρετή, αν όμως η φιλοσοφική του φύση ανατραφεί σε ακατάλληλο έδαφος γιατί εκεί έτυχε να σπαρθεί και να φυτευτεί, θα καταλήξει στα εντελώς αντίθετα, εκτός κι αν βάλει το χέρι του κάποιος θεός. Ή μήπως νομίζεις κι εσύ, όπως ο πολύς ο κόσμος, ότι κάποιοι νέοι διαφθείρονται από τους σοφιστές, κι ότι κάποιοι σοφιστές που δρουν ως ιδιώτες είναι που τους διαφθείρουν σε μεγάλο βαθμό; Και δεν νομίζεις πως όσοι τα λένε αυτά είναι οι πιο μεγάλοι σοφιστές, και πως αυτοί εκπαιδεύουν τον κόσμο εξ ολοκλήρου και τους φτιάχνουν όλους-νέους και γέρους, άντρες και γυναίκες- όπως τους θέλουν αυτοί;

– Πότε γίνεται αυτό;

– Όταν μαζεύονται πλήθη στις συνελεύσεις ή στα δικαστήρια ή στα θέατρα ή στα στρατόπεδα ή οπουδήποτε αλλού συγκεντρώνεται κόσμος και κάνει θόρυβο, κι από τα όσα λέγονται ή γίνονται εκεί πέρα, άλλα τα αποδοκιμάζει κι άλλα τα παινεύει- υπέρμετρα και στις δυο περιπτώσεις- ξεφωνίζοντας και χειροκροτώντας, κι αντιλαλούν τα βράχια κι ο τόπος τριγύρω και διπλασιάζουν τον σαματά των αποδοκιμασιών και των επαίνων. Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον, πώς τον φαντάζεσαι τον νέο, τι νομίζεις πως θα’ λεγε η καρδιά του; Ποια ιδιωτική παιδεία θα άντεχε σ’ ένα τέτοιο κατακλυσμό αποδοκιμασιών και επαίνων και δεν θα παρασυρόταν προς τα κει που θα την πήγαινε το ρεύμα, και δεν θα ενστερνιζόταν κι αυτός τις ίδιες απόψεις με τους άλλους για το τι είναι καλό ή άσχημο, και δεν θα καταγινόταν με τα ίδια; Δεν θα γινόταν ίδιος με δαύτους;

ΠΛΑΤΩΝ

Το «εγώ» – αν υπάρχει κάτι τέτοιο – σίγουρα δεν μπορεί να ελέγξει το «σκέπτεσθαι»

Υπάρχουν ακόμα και αυτοπαρατηρητές αρκετά αθώοι που πιστεύουν πως υπάρχουν «άμεσες βεβαιότητες» π.χ. σκέφτομαι… Αλλά θα το ξαναπώ εκατό φορές πως η «άμεση βεβαιότητα», όπως και η «απόλυτη γνώση», ως «πράγμα καθεαυτό», περικλείουν μια contradictio in adjecto (αντίφαση)… αν αναλύσω τη λογική διαδικασία που εκφράζεται με τη λέξη «σκέφτομαι», πετυχαίνω μια σειρά από τολμηρές διαβεβαιώσεις, που η θεμελίωσή τους είναι δύσκολη και ίσως αδύνατη,- π.χ., πως εγώ είμαι εκείνος που σκέφτεται, πως πρέπει εδώ να υπάρχει κάτι το σκεπτόμενο, πως το «σκέπτεσθαι» είναι η δραστηριότητα και το αποτέλεσμα ενός όντος, που το θεωρούμε ως αιτία, πως υπάρχει ένα «εγώ», και πως τέλος έχει καθοριστεί τι πρέπει να νοούμε με το «σκέπτεσθαι» – ότι δηλαδή ξέρω τι σημαίνει σκέπτεσθαι… Έτσι ο φιλόσοφος, αντί γι’ αυτήν την «άμεση βεβαιότητα» περιπλέκεται με μια σειρά μεταφυσικών ζητημάτων… «Από πού αντλώ την έννοια σκέπτεσθαι; Γιατί να πιστεύω στην αιτία και στο αποτέλεσμα; Τι μου δίνει το δικαίωμα να μιλώ για ένα εγώ… για ένα εγώ ως αιτία… για ένα εγώ ως διανοητική αιτία;»
                                                                Πέραν του Καλού και του Κακού,16

Κι ένα ακόμα χτύπημα:
Σχετικά με τη δεισιδαιμονία των διδασκάλων της Λογικής, θέλω να υπογραμμίσω ακόμη, δίχως να κυριευτώ από αποθάρρυνση, ένα μικρό γεγονός που αυτοί οι δεισιδαίμονες το ομολογούν με το στανιό. Δηλαδή πως η σκέψη έρχεται όταν «αυτή» θέλει κι όχι όταν «εγώ» θέλω, έτσι που αποτελεί παραποίηση των γεγονότων να ισχυριστούμε πως το υποκείμενο «εγώ» είναι η προϋπόθεση για το κατηγορούμενο «σκέπτομαι». Κάτι σκέπτεται, αλλά να πιστέψουμε πως αυτό το κάτι είναι το παλαιό και ξακουστό εγώ, είναι μια καθαρή υπόθεση, ένας ισχυρισμός ίσως, δεν είναι όμως οπωσδήποτε η «άμεση διαβεβαίωση».
                                                               Πέραν του Καλού και του Κακού, 17

Για να κατανοήσετε το απόσπασμα, απλώς προσπαθήστε για τριάντα δευτερόλεπτα να μη σκεφτείτε τίποτα… Αδύνατον, ε; Δεν μπορείτε να κλείσετε το διακόπτη της σκέψης. Το «εγώ» – αν υπάρχει κάτι τέτοιο – σίγουρα δεν μπορεί να ελέγξει το «σκέπτεσθαι». Εκείνο που για τόσους στοχαστές αποτελούσε ή αποτελεί «βεβαιότητα», για τον Νίτσε δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μεγάλη αβεβαιότητα, και μάλιστα, πηγή σφαλμάτων στα οποία θα σκοντάψουμε αργότερα.

ΝΙΤΣΕ

Η ηθική εντροπία

Το ιδεώδες του ευδαιμονισμού της εποχής μας και το παιδί.

Όσο περισσότερο απολαμβάνει ο άνθρωπος την υλική και την εξωτερική πλευρά της ζωής τόσο μονοσήμαντα φτάνει στο τέλος να μην ικανοποιείται με τίποτα. Ανάλογα και τα παιδιά μας τα μεγαλώνουμε όλο χαρές και όλο ευκολίες και έτσι και αυτά γίνονται άνθρωποι ηθικά μονοσήμαντοι, δηλαδή, άνθρωποι αυτιστικοί.

Ο νόμος της φυσικής εντροπίας (δεύτερος νόμος της Θερμοδυναμικής) ορίζει ότι όλα τα συστήματα κινούνται από την τάξη προς την αταξία και για να διατηρηθούν στην τάξη χρειάζεται η καταβολή ενέργειας.

Το αυτό ισχύει και για εμάς τους ανθρώπους: Για να διατηρήσουμε τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας στην υπαρξιακή και ηθική ευταξία χρειάζεται μεγάλος κόπος και συνεχής προσπάθεια εκ μέρους μας, ιδιαίτερα στην εποχή μας που έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο ιδεώδες ο ευδαιμονισμός...

Αυτό είναι πολύ οδυνηρό που θα σας πω. Θα έρθει μια εποχή που κάποιες γενεές θα πληρώσουν ακριβά αυτά τα οφέλη που έχουμε και αντλούμε εμείς σήμερα με βάση όλη αυτήν την κοσμοθεωρία όπως διαμορφώθηκε μέσα από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Μιλώ, δηλαδή, για ένα αδιέξοδο, γιατί όταν λέει "πέθανε ο Θεός" ο Νίτσε, εννοεί ότι ο πολιτισμός πολλαπλώς οδηγείται σε αδιέξοδο. Τι θα πει αυτό; Σταματάμε εκεί; Τι θα γίνει μετά; Έρχεται μιά καταστροφή! Κοσμογονική, αγαπητοί μου φίλοι! Και αλίμονο σ’ εκείνες τις 2,5 γενιές, που θα ζήσουν αυτή τη στιγμή! Είναι η ανεργία η φοβερή… Ξέρετε τι μας περιμένει; Τι περιμένει τα παιδιά μας; Με την έννοια αυτή, εάν ζούμε εμείς σήμερα και έχουμε αγαθά και απολαβές και χίλια δύο άλλα πράγματα, λέμε ότι ζούμε εις βάρος των μελλοντικών γενεών. Χρεώνουμε, δηλαδή, τις μελλοντικές γενεές.

Υπάρχει ζωή μετά θάνατον. Αλλά ποιά ζωή;

 Οι Έλληνες μας είπαν ότι ο άνθρωπος καθώς πεθαίνει εξαφανίζεται, χάνεται... Ο Όμηρος, παραδείγματος χάριν, λέει στη Ραψωδία Ζ' της Ιλιάδας, σε μιά στιχομυθία ανάμεσα σε δύο ήρωες, στον Αντίλοχο το γιό του Νέστορα και τον Γλαύκο, έναν Τρώα, που συναντιούνται και βρίσκονται αδερφοποιητοί, τον περίφημο στίχο, "οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών", εμείς οι άνθρωποι δηλαδή είμαστε όμοιοι με τις γενιές των φύλλων.

Βλέπεις ένα φύλλο στο δέντρο, μεγαλώνει, πρασινίζει, λάμπει, λαμποκοπάει, έρχεται το φθινόπωρο, μαραγκιάζει, συρρικνώνεται, μαραίνεται, πέφτει, το παίρνει η βροχή και η λάσπη, εξαφανίζεται. Τέτοιοι είμαστε εμείς, οι άνθρωποι. Σαν τις γενιές των φύλλων. Καμία παρηγοριά, φιλοσοφικά.

Το ίδιο πράγμα θα μας πει και ο Πίνδαρος στον περίφημο όγδοο Πυθιώνικο, που λέει εκείνους τους δύο φοβερούς στίχους: Επάμεροι, εφήμεροι, δηλαδή, είμαστε... Τι δε τις; τι δ' ου τις; σκιάς όναρ άνθρωπος.

Τι είμαστε; Τι δεν είμαστε; Είμαστε στο βαθμό που δεν είμαστε, αύριο δε θα 'μαστε. Σκιάς όναρ, όνειρο σκιάς είναι ο άνθρωπος, ούτε καν όνειρο, ούτε καν σκιά. Όνειρο σκιάς... Υπάρχει ζωή όμως μετά θάνατον...

Εκείνο που μένει όταν θα πεθάνουμε είναι η καλή μνήμη που αφήνουμε στους ανθρώπους. Είναι, δηλαδή, αυτό που λέμε διαφορετικά στη φιλοσοφία ενδοκοσμική αθανασία...

Υπάρχουν άνθρωποι που πεθάνανε και τους ξέρουμε, τους μνημονεύουμε, τους μελετάμε, τους θαυμάζουμε... Ο Παστέρ, ο Φλέμινγκ, χιλιάδες άνθρωποι που προσέφεραν και ευεργέτησαν τον άνθρωπο.

Από εδώ άλλωστε ξεκινάει η περίφημη εκείνη φράση του λαού μας που λέει: τον πλούτον εμίσησαν πολλοί, την δόξαν ουδείς. Και αυτό σημαίνει τον βαθύτερο πόθο που έχει ο άνθρωπος να ζήσει αγαθή η μνήμη του όσο γίνεται... Λέμε Καραϊσκάκης και δακρύζουμε, λέμε Μάρκος Μπότσαρης και δακρύζουμε και αυτή είναι η μνήμη που μένει...

Αυτό το παράδειγμα αρχετυπικά μας το δώσανε οι Έλληνες, με την περίφημη ραψωδία της Οδύσσειας, την Κ', την Κυκλώπεια.

Ας θυμηθούμε... Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του βρίσκεται στα στενά. Τον αρπάζει ένας κύκλωπας, τον εγκλωβίζει μέσα σε μιά σπηλιά και αρχίζει μετά εκεί το μεγάλο μακελειό. Τη μιά βραδιά τρώει δύο, την άλλη άλλους δύο, την άλλη άλλους δύο, κοιτάει και ο Οδυσσέας τρέμοντας ... Πού το βρήκαν αυτό το τέρας;

Οπότε τον βλέπει ο Κύκλωπας και του λέει : Εσύ μ' αρέσεις, θα σε φάω τελευταίο. Πώς σε λένε; Λέει ο Οδυσσέας: Ούτιν με κυκλήσκουσι Κύκλωψ. Το όνομά μου είναι κανείς, "ούτις". Όχι κάποιος, κανείς..! "Ούτιν με κυκλήσκουσι τοκίες οι δε εταίροι οι δε φίλοι άλλοι πάντες".

Με φωνάζουνε κανένα. Δεν έχει όνομα. Είναι ανυπόστατος... Όταν περνάει τη φοβερή περιπέτεια όμως και επιβάλλεται και νικάει και διασώζεται, κυριαρχεί και εξοντώνει, με τον τρόπο που εξόντωσε τον Κύκλωπα και βγαίνει έξω με τα κριάρια και μπαίνει στο πλοίο, τον άτιμο, λέει, θα του μιλήσω.

Ο Κύκλωπας είναι απάνω και σφαδάζει σαν τα χταπόδια, χτυπιέται τυφλός και φωνάζει στους βράχους. Πάμε Βασιλιά να φύγουμε του λένε οι σύντροφοι, θα πετάξει κανένα βράχο, θα μας βουλιάξει. Όχι, δεν τον κρατάει κανείς τον Οδυσσέα.

Και φωνάζει: Εε! Κύκλωψ, άτσαλε και χάχα! Αν σε ρωτήσουνε, ποιός σου έδωσε αυτή την άγρια τυφλωμάρα, ("αεικελίην αλαωτήν" στο πρωτότυπο), να πεις, ο Οδυσσέας, ο γιός του Λαέρτη, ο καστροκαταλήτης ("φάσθαι Οδυσσήα πτολιπόρθιον εξαλαώσαι")! Ξεκινάει, λοιπόν, ο άνθρωπος σαν ο κανείς, ανυπόστατος, μπαίνει στην περιπέτεια αυτή τη φοβερή, που είναι η περιπέτεια της ζωής για τον καθένα, κι αφού τη νικάει και δημιουργεί, δείχνει ότι δημιουργεί, παίρνει όνομα, γίνεται επώνυμος... Αυτό που μένει, δηλαδή, μετά θάνατον είναι η καλή μας η μνήμη... Και γι 'αυτό όλοι αγωνίζονται...

Ο ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Όλες οι παθογένειες του ανθρώπου εκπορεύονται από τις στρεβλές και παραπλανητικές πεποιθήσεις που καταγράφονται μέσα του από τη νηπιακή ηλικία, υπό τύπον κληρονομικού κώδικα. Και αυτό σήμερα έχει αποδειχθεί, αφού το DNA μας έχει βρεθεί ότι είναι υπολογιστής που συνεχώς "καταγράφει στη μνήμη του" ιδέες, σκέψεις, πεποιθήσεις κλπ. (ερευνητικές μελέτες του Peter Gariaev)!

Γράφει, λοιπόν, ο Λιαντίνης χαρακτηριστικά:

"Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία και μέσα στην αταβιστική χαραγή και σφυρηλάτηση για δεκάδες γενεές, τότε η δομή αυτή γίνεται θεμελιώδης στην υφή της ύπαρξης και της ουσίας σου.

 Η κατατύπωση τούτη στη σκέψη, στο χαρακτήρα, στην κοσμοθεωρία σου, γίνεται κάτι σαν κληρονομικός κώδικας.

Δεν ξεριζώνεται με τίποτα. Για να το κατορθώσεις, πρέπει να γδάρεις το ίδιο το μυαλό σου. Όπως ο εκδορέας γδέρνει το δέρμα του ζώου.

Θα χρειαστεί, δηλαδή, να ανασκάψεις ολόκληρη την ιστορία και τον πολιτισμό.

Γιατί υπάρχει ο έρωτας στη φύση και στη ζωή μας;

Ο έρωτας υπάρχει, για να διαιωνίζεται η συνέχεια των ειδών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η φύση έχτισε ετούτη τη συναρπαστική λειτουργία. Τη φύση ποσώς την ενδιαφέρει, αν υπάρχουμε εμείς σα μονάδες, σαν ατομικότητες.

Αν υπάρχεις εσύ κι εγώ, και περπατάς και χαίρεσαι - αν υπάρχει μια λεμονιά στον κάμπο και στα όρη λειώνει το χιόνι για να ποτίζουνται οι τρυφεροί της κλώνοι - αν υπάρχει απάνω στο δέντρο το μήλο και το ρόδι, η φύση αδιαφορεί ολοτελώς.

Δε φροντίζει για σένα, τίμιε αναγνώστη, η φύση περισσότερο, απ'όσο φροντίζει για σένα μια πέτρα που την πατάς μπροστά σου, ή τη βλέπεις χτισμένη στον τοίχο.

Τη φύση ένα την ενδιαφέρει, η διαιώνιση των ειδών. Να ζήσει το κάθε είδος όσο γίνεται πιο πολύ χρόνο. Δύο, πέντε, δέκα εκατομμύρια χρόνια.

Κι όταν θα εξαφανισθεί το κάθε είδος, αφού συντελεσθεί ο χρόνος που του ορίστηκε να ζήσει, η φύση θα το ταφιάσει και θα το κλάψει χωρίς δάκρυα και, γόους. Και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει να το αντικαταστήσει με το καινούριο είδος.

Βρες μου μια θρησκεία, που ο ιδρυτής της να μην εστερέωσε το οικοδόμημα της απάνου στην θεμέλια πέτρα της πίστης για μια ζωή μετά θάνατο, κι εγώ θα σου δείξω πως η θρησκεία αυτή δεν έχει οπαδό ούτε τον ίδιο τον ιδρυτή της.

Δε μιλώ για το Βούδα. Γιατί η νιρβάνα είναι εγκατάλειψη, δεν είναι περηφάνεια.
Με τους θεούς και τις θρησκείες ευρήκαν το δρόμο τους, κι εμπήκαν στο δρόμο τους όλα τα λερωμένα και τ'άπλυτα της ιστορίας.

Ιερατείο, συναγωγή, κατήχηση. (Δε λέω την ωραία λέξη εκκλησία, γιατί είναι ελληνική και δηλώνει τον αγνό και ρωμαλέο δήμο). Το αφιόνι, η παράκρουση, ο φανατισμός. Το θεολογικό μίσος, το odium theologicum. Και από κοντά η δυσειδής μορφή και η δυσώδης σάρκα όλων αυτών των λειτουργημάτων. Το κηφηναριό δηλαδή και η παρασίτιση. Οι ομφαλοσκόποι, οι θεόπτες, οι δαιμονόβλαβοι και οι δαιμονοκρουσμένοι. Kαι ψηλά ψηλά, εκεί πια είναι και δεν είναι. Εκεί θα ιδείς τα ινστιτούτα της αμάθειας, και τις λαμπρές ακαδημίες του σκότους".

Αιτιοκρατία vs Αβεβαιότητα, Η δικαίωση των Ηράκλειτου και Επίκουρου

«Αν είδα μακρύτερα, είναι επειδή στάθηκα στους ώμους γιγάντων» -Νεύτων

Η παραπάνω θέση του Νεύτωνα (1676) αποτυπώνει με τον πιο εναργή τρόπο πως η επιστήμη και ο πολιτισμός γενικότερα συνιστούν μια «ατέρμονη διαδικασία ιδεών». Τα ακατανόητα του παρελθόντος στις μέρες μας φαίνονται λογικά και αυτονόητα. Οι βεβαιότητες του χθες καταρρέουν και στη θέση τους φύονται νέες θέσεις που κι αυτές διεκδικούν το θρόνο της βεβαιότητας.

Ένα υπόγειο ρεύμα διαπάλης κι έντονων συγκρούσεων διαποτίζει την παγκόσμια ιστορία στο επίπεδο των ιδεών και της επιστήμης και ιδιαίτερα της φυσικής. Η αγωνία των φυσικών επιστημόνων να ανακαλύψουν τους ακατάλυτους φυσικούς νόμους που διέπουν το σύμπαν και εξασφαλίζουν την «ισορροπία» («κόσμος» = τάξη) οδήγησε πολλές φορές σε έντονες συγκρούσεις. Συγκρούσεις που προβίβασαν την έρευνα κι αποκάλυψαν τη δυσκολία να κατανοήσει κάποιος τη βαθύτερη δομή και λειτουργία του σύμπαντος αλλά και την κενότητα όλων εκείνων που πίστεψαν πως η ανακάλυψή τους ήταν και το τέλος της φυσικής.

Κοπέρνικος, Γαλιλαίος, Κέπλερ, Νεύτωνας, Αϊνστάιν, Χάιζενμπεργκ, Hawking. Οι γίγαντες αυτοί της φυσικής υφαίνουν τον καμβά της φυσικής επιστήμης και διδάσκουν την ανάγκη να κοιτάζουμε με δυσπιστία τις παραδοσιακές αντιλήψεις, αν θέλουμε ως άνθρωποι και επιστήμη να βαδίσουμε μπροστά. Κι αυτό γιατί σύμφωνα και με τον Ηράκλειτο «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί».

Αιτιοκρατία vs Αβεβαιότητα
Μια από τις σφοδρότερες συγκρούσεις σε επίπεδο ιδεών ήταν κι αυτή που έφερε αντιμέτωπους όλους εκείνους που αναλώθηκαν να ερμηνεύσουν λογικά το σύμπαν και να αποκωδικοποιήσουν τα μυστικά του. Κάθε ομάδα επιστημόνων ορμώμενη από διαφορετική αφετηρία κατέληξε σε αντίθετες θέσεις με αυτές των «αντιπάλων».

Αρχικά, η αιτιοκρατία (ντετερμινισμός) ως φιλοσοφική θέση έλκει την καταγωγή της από την αρχαιότητα και βρήκε συνεχιστές και στο χώρο της φυσικής επιστήμης. Σύμφωνα με αυτήν στο σύμπαν κυριαρχεί μια καθολική αιτιώδης και νομοτελειακή συνάφεια όλων των επί μέρους φαινομένων. Για όλα υπάρχει ένα συγκεκριμένο αίτιο που πάντοτε συνοδεύεται από ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα (αίτιο – αιτιατό). Όλα, δηλαδή, υπακούουν σε μια φυσική αναγκαιότητα που αποκλείει κάθε στοιχείο τυχαιότητας. Η τάξη και η προβλεψιμότητα συνιστούν τους βασικούς πυλώνες της αιτιοκρατίας.

Η αιτιοκρατία θεοποίησε τη Λογική που ταυτίστηκε με την πρόοδο. Ο κόσμος – σύμπαν ερμηνεύτηκε ως μια πολύπλοκη μηχανή χωρίς σφάλματα. Υπερβολή αυτής της σχολής η απολυτοποίηση της τυφλής αναγκαιότητας που προσέλαβε τη μορφή μιας μηχανιστικής διαδικασίας που αφυδατώνει κάθε προοπτική – περιθώριο για το τυχαίο, το διαφορετικό. Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της σχολής ο Δημόκριτος, ο Κοπέρνικος, ο Βάκων, ο Γαλιλαίος, ο Νεύτωνας, ο Λαπλάς και βέβαια ο Αϊνστάιν, όσο κι αν η θεωρία του περί «σχετικότητας» διάβρωσε κάπως τα θεμέλια της «ρεαλιστικής» σχολής. Πρόδρομοι της αιτιοκρατίας θεωρούνται οι ατομικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας (Λεύκιππος, Δημόκριτος…).

Ο μηχανιστικός χαρακτήρας της αιτιοκρατίας διατυπώθηκε από τον μαρκήσιο ντε Λαπλάς (18ος αιώνας).

«Η σημερινή κατάσταση του Σύμπαντος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα του παρελθόντος του και αίτιο του μέλλοντός του. Μια Διάνοια η οποία θα γνώριζε, ανά πάσα στιγμή, όλες τις δυνάμεις που κινούν τη φύση, και τη θέση των όντων που την απαρτίζουν, μια Διάνοια απέραντη ώστε να μπορεί να υποβάλει τα δεδομένα αυτά σε ανάλυση, θα μπορούσε να συμπυκνώσει σε έναν απλό τύπο την κίνηση των σωμάτων του Σύμπαντος, από το πιο μεγάλο μέχρι το ελαφρύτερο άτομο. Για μια τέτοια Διάνοια, δεν θα υπήρχε τίποτε αβέβαιο, και το μέλλον, σαν το παρελθόν, θα ήταν αιωνίως παρόν ενώπιον της».

Ωστόσο αυτή η μακαριότητα του Λαπλάς δεν άργησε να αμφισβητηθεί αφού υπήρχαν πολλά ερωτηματικά για την κίνηση των σωμάτων. Η Νευτώνεια μηχανική δεν απαντούσε στα νέα ερωτήματα και ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής (φαινόμενο εντροπίας – πάλη μεταξύ τάξης και αταξίας), όπως διατυπώθηκε σε μαθηματικό θεώρημα από τον Μπόλτσμαν προκάλεσε ρήγματα στην παραδοσιακή φυσική. Η ανακάλυψη των quanta (τέλη 19ου αιώνα) από τον Max Plank και η κβαντική φυσική άνοιξαν το δρόμο για το νόμο της σχετικότητας του Αϊνστάιν (1905) (E = mc²). Τώρα όλα αλλάζουν ταχύτατα, όλα φαντάζουν πιθανά και η παραδοσιακή βεβαιότητα μετασχηματίζεται σε αβεβαιότητα, αναγκάζοντας και τον ίδιο τον Αϊνστάιν (το τελευταίο κάστρο της αιτιοκρατίας) να ομολογήσει: «Αυτή η ιστορία με την αιτιότητα προξενεί πολλά προβλήματα».

Η Αρχή της Αβεβαιότητας
Έτσι άρχισε σιγά – σιγά να ανοίγει ο δρόμος για την «αρχή της αβεβαιότητας», που αργότερα έγινε λεωφόρος κι έμελλε να ανατρέψει την παραδοσιακή φυσική πλάνη πως όλα μπορούν να προβλεφθούν. Η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στην αιτιοκρατία και στην αβεβαιότητα άρχισε να διαφαίνεται και έφθασε σε σημείο απόλυτης κορύφωσης με την «αρχή της αβεβαιότητας» του Heisenberg (1927).

Πρώτος ο Πλανκ, το 1910 διακήρυξε «….σήμερα κανένας πλέον φυσικός νόμος δεν θεωρείται σίγουρος πέρα από κάθε αμφιβολία, και κάθε αλήθεια της φυσικής είναι ανοιχτή σε αμφισβήτηση. Συχνά μοιάζει σαν να χαράζει και πάλι μια εποχή χάους για τη θεωρητική φυσική». Ο Πάουλι (αρχή του αποκλεισμού) και ο Μπορ (αρχή της συμπληρωματικότητας) προετοίμασαν το έδαφος για τη θεμελίωση της «αρχής της αβεβαιότητας» από τον Χάιζενμπεργκ που με έναν απλό κι αφαιρετικό τρόπο θεωρεί πως «είναι αδύνατο να μετρηθεί ταυτόχρονα και με ακρίβεια η θέση και η ορμή – ταχύτητα ενός σωματίου». Και σύμφωνα με την αρχή αυτή δεν υπονοείται η ανικανότητα του ανθρώπου αλλά στο γεγονός ότι υπάρχει μια πραγματική ιδιότητα του φυσικού κόσμου που καθιστά την ταυτόχρονη παρατήρηση αδύνατη.

Η «αβεβαιότητα» ως όρος – που έμελλε να κυριαρχήσει σε ένα μεγάλο πλήθος επιστημών – άργησε να επικρατήσει, αφού ο ίδιος ο εισηγητής της αναζητούσε τον κατάλληλο για να αποδώσει τη θεωρία του που θρυμμάτισε τα βάθρα της αιτιοκρατίας. Συναφείς όροι είναι: η τυχαιότητα, η ανακολουθία, η απροσδιοριστία, η ασυνέχεια, η τυχαιοκρατία και η μη προβλεψιμότητα. Τώρα όλα σύμφωνα με την «αρχή της αβεβαιότητας» και της κβαντικής μηχανικής είναι πιθανά και απίθανα: Ένα είδος επιστροφής στο αρχαιοελληνικό «χάος» παρατηρείται, αφού οι άτεγκτοι κανόνες της αιτιοκρατίας καταρρέουν.

«Η πράξη της παρατήρησης μεταβάλλει το αντικείμενο της παρατήρησης». Αυτή η θεμελιώδης θέση της «αρχής αβεβαιότητας, ως ακραία έκφρασή της, βρίσκει εφαρμογή στη δημοσιογραφία ή στη λογοτεχνία. Ένα κείμενο, π.χ. προσφέρεται για ποικιλία ερμηνειών. Η δικαίωση του Επίκτητου «Ταράττουν τους ανθρώπους ου τα πράγματα αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα»

Οι υπέρμαχοι της αιτιοκρατίας αμφισβητούν τις θέσεις της «αρχής της αβεβαιότητας» και με εκπρόσωπο τον Αϊνστάιν θεωρούν πως η αβεβαιότητα του Χάιζενμπεργκ ήταν σημάδι ανικανότητας του ανθρώπου να συλλάβει ολοκληρωτικά του φυσικού κόσμου, και όχι απόδειξη ότι ο ίδιος ο Κόσμος χαρακτηριζόταν από κάτι ανεξιχνίαστο και απροσπέλαστο. Η απόλυτη έκφραση της διαφωνίας των αιτιοκρατών και του Αϊνστάιν είναι η περίφημη έκφραση «Ο θεός δεν παίζει ζάρια».

Την ανησυχία των οπαδών της αιτιοκρατίας επέτεινε και η θέση του Steven Hawking που διακωμωδώντας την παραπάνω φράση διακήρυξε με νόημα «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια; Εγώ όχι μόνο πιστεύω ότι παίζει, αλλά ότι δεν ξέρει και που τα ρίχνει».

Η σύγκρουση των δυο θεωριών – αιτιοκρατία vs αβεβαιότητα – έφτασε στα άκρα και κανείς δεν υποχωρεί. Το βραβείο Νόμπελ Φυσικής (1932) στον Χάιζενμπεργκ δεν πτοεί τον Αϊνστάιν και τους οπαδούς του, αφού δεν μπορούν να αποδεχτούν πως ο κόσμος κινείται τυφλά, χωρίς αιτία κι ένα σκοπό. Η απουσία ενός «τέλους» (σκοπού) με την Αριστοτελική έννοια (τελεολογία) θεωρείται παραλογισμός.

Από την άλλη πλευρά όμως οι αρχαιολάτρεις και ιδιαίτερα οι Ελληνολάτρεις θριαμβολογούν, αφού έστω και καθυστερημένα δικαιώθηκαν κάποιες θέσεις του Ηράκλειτου και του Επίκουρου.

Εξάλλου και ο ίδιος ο Χάιζενμπεργκ δήλωσε πως «η σύγχρονη φυσική, κατά κάποιο τρόπο, πλησιάζει πάρα πολύ τη διδασκαλία του Ηράκλειτου». Η αφανής ενότητα των πάντων και το αέναο γίγνεσθαι των πάντων συνιστούν τα θεμέλια της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου, που προσπαθούσε να αποδείξει πως δεν υπάρχει ισορροπία – αρμονία χωρίς αντιθέσεις – συγκρούσεις αλλά και δεν υπάρχουν αντιθέσεις που σε ένα ανώτερο επίπεδο μέσα από μια διαλεκτική πορεία να μην ισορροπούν («παλίντονος αρμονία»).

Αλλά και οι θαυμαστές του Επίκουρου θα πρέπει να επιχαίρουν γιατί πρώτος αυτός παραλλάσσοντας την Ατομική θεωρία του Δημόκριτου εισήγαγε την «κίνησιν κατά παρέγκλισιν». Αυτή η κίνηση των ατόμων αποτελεί μια απόκλιση ή εκτροπή από το προδιαγεγραμμένο και ως τέτοια είναι μη αιτιοκρατική κι αποτελεί τυχαίο συμβάν. Εξάλλου, αν τα άτομα δεν παρέκκλιναν ποτέ από την ευθύγραμμη πορεία τους στο κενό, πως θα μπορούσαν να βρουν έστω και μια ευκαιρία να συγκρουστούν μεταξύ τους; «ότι και τόδε το παν φέρεται τύχη τινί, ου μην βουλήσει και κρίσει θεού….φέρεσθαι δε εική τα πάντα, και ως έτυχεν, ου μην εκ της του ποιητού σοφίας».

Η διαρκής πάλη του είναι και του γίγνεσθαι είναι ο θεμελιώδης νόμος του σύμπαντος, άσχετα αν η σύγκρουση των οπαδών της αιτιοκρατίας με τους θιασώτες της αβεβαιότητας εμποδίζει και τα δυο στρατόπεδα να βρουν σημείο σύγκλισης.

Εξάλλου όσο δύσκολο είναι να πιστέψουμε πως ο άνθρωπος δρα κάτω από το βάρος μιας τυφλής αναγκαιότητας (αιτιοκρατία) άλλο τόσο δύσκολο είναι να αποδεχτούμε πως απουσιάζει παντελώς κάθε είδος ενός «τέλους» (σκοπού) (τελεολογία).

Τελικά είμαστε όντα αυτεξούσια ή υπάρξεις υπεξούσιες σε δυνάμεις απροσδιόριστες; Θα δεχτούμε το επερχόμενο χάος ή η φυσική θα ανακαλύψει ένα νέο νόμο του σύμπαντος; Προς το παρόν η λαϊκή παροιμία του 15ου αιώνα φαίνεται πως δικαιώνεται:

«Για ένα καρφί χάθηκε το πέταλο/ για ένα πέταλο χάθηκε το άλογο/ για ένα άλογο χάθηκε ο καβαλάρης/ για ένα καβαλάρη χάθηκε η μάχη/ για μια μάχη χάθηκε το βασίλειο».

Τελικά μήπως ζούμε σε ένα «ντετερμινιστικό χάος;»

Ο. Ελύτης: Ο Παράδεισος είναι δικαίωμα

Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου, για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα κει που περπατούσα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου.

Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος.

Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα, που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου.

Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια, ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία.

Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή.

Ήταν ένα δικαίωμα.

Άλλο το πώς νιώθεις για τον εαυτό σου και άλλο το τι είσαι πραγματικά

Υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε άσχημα για τον εαυτό μας, ότι δεν αξίζουμε, ότι είμαστε αδύναμοι, οκνηροί, δειλοί, εγωιστές κ.λπ.

Εκείνες τις στιγμές χρειάζεται να συνειδητοποιούμε ότι το πώς αισθανόμαστε για τον εαυτό μας δεν λέει τίποτα για το ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα. Λέει μόνο για το τι πεποιθήσεις έχουμε για τον εαυτό μας, πεποιθήσεις που κατά κανόνα αποκτήσαμε στην παιδική μας ηλικία, τότε που δεν είχαμε τη δυνατότητα να κρίνουμε σωστά.

Μερικές φορές νιώθουμε άσχημα για τον εαυτό μας χωρίς αφορμή ή και με διάφορες αφορμές. Για παράδειγμα, με αφορμή ότι κάποιος μας φέρθηκε άσχημα, μπορεί να αισθανθούμε ότι δεν αξίζουμε να μας αποδέχονται ή να μας σέβονται. Με αφορμή ότι είμαστε μόνοι, μπορεί να αισθανθούμε ότι δεν αξίζουμε να μας αγαπούν ή να θέλουν τη συντροφιά μας.

Με αφορμή ότι υποκύψαμε σε κάποιο φόβο μας, ενδέχεται να αισθανθούμε ότι είμαστε δειλοί. Με αφορμή ότι δεν εργαστήκαμε αρκετά, μπορεί να αισθανθούμε πως είμαστε οκνηροί ή αμελείς. Με αφορμή ότι κάναμε ένα λάθος ή μία παράλειψη, μπορεί να νιώσουμε επιπόλαιοι ή χαζοί. Με αφορμή ότι κάποιος στενοχωρήθηκε ή θύμωσε εξ’ αιτίας μιας συμπεριφορά μας, ενδέχεται να νιώσουμε πως είμαστε εγωιστές, ασυνείδητοι, σκληροί, κακοί. Με αφορμή οποιοδήποτε δυσάρεστο γεγονός, μπορεί να αισθανθούμε αδύναμοι, ανήμποροι, άτυχοι, ανάξιοι της εύνοιας κάποιας ανώτερης δύναμης κ.ο.κ.

Χρειάζεται όμως να συνειδητοποιήσουμε πως αισθανόμαστε αρνητικά πράγματα για τον εαυτό μας (με ή χωρίς αφορμή) επειδή τα πιστεύουμε κι όχι επειδή είμαστε στ’ αλήθεια έτσι. Τα πιστεύουμε δε από τότε που ήμασταν παιδιά και που η κρίση μας δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί αρκετά ώστε να βγάζουμε από τις εμπειρίες μας λογικά συμπεράσματα για τον εαυτό μας.

Δηλαδή αν π.χ. ως παιδιά δεν μας αγάπησαν αρκετά, δεν σκεφτήκαμε λογικά ώστε να πούμε ότι εμείς ναι μεν αξίζουμε να μας αγαπούν όπως όλα τα παιδιά, αλλά οι γονείς μας για κάποιους λόγους δεν ήταν σε θέση να νιώσουν ή να εκδηλώσουν αγάπη προς εμάς. Αντίθετα, θα βγάλουμε το απλοϊκό συμπέρασμα ότι εμείς δεν αξίζουμε αγάπη. Στην πραγματικότητα, το μυαλό μας δεν θα μπορούσε να πάει ούτε για μια στιγμή στο ενδεχόμενο οι γονείς μας να είχαν κάποιο πρόβλημα σχετικά με την ικανότητά τους να αγαπούν, διότι θα μας τρόμαζε να τους δούμε ως ατελείς, δεδομένου ότι η ζωή μας εξαρτιόταν απ’ αυτούς.

Τα ίδια ισχύουν αν οι γονείς μας, μας πουν ή υπονοήσουν με τη συμπεριφορά τους απέναντί μας ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί, ότι είμαστε οκνηροί ή αμελείς ή ότι είμαστε ανάξιοι εμπιστοσύνης, ανίκανοι να προστατέψουμε τους εαυτούς μας και να καταφέρουμε πράγματα (όπως υπονοεί λ.χ. η επικριτική ή η υπερπροστατευτική τους συμπεριφορά) κ.λπ. Τα θεωρούμε όλα ως αναμφισβήτητα δεδομένα προερχόμενα από ανθρώπους των οποίων τη γνώμη δεν αμφισβητούμε καθόλου και τα πιστεύουμε.

Επίσης αν ως παιδιά αισθανθούμε μία εκ των πραγμάτων αδυναμία ή και φόβο να αλλάξουμε μία δυσάρεστη κατάσταση στην οικογένεια ή φόβο και αίσθηση κινδύνου τα οποία μας μεταδίδουν αγχώδεις και φοβισμένοι γονείς, θα πιστέψουμε εσφαλμένα ότι είμαστε αδύναμοι, ανήμποροι ή ακόμα και δειλοί, πάντα βασισμένοι στον απλοϊκό, παιδικό τρόπο σκέψης.

Από τη στιγμή που θα πιστέψουμε στις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας, αυτές διαιωνίζονται και στην ενήλικη ζωή μας. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το εξηγήσει κανείς αυτό, αλλά ο πιο βασικός είναι ο εξής: Οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας σε συνδυασμό με την ψυχική ταραχή και δυσφορία που προκαλούν, οδηγούν στο να μη χρησιμοποιούμε παρά μέρος των δυνατοτήτων μας και στο να κάνουμε πιο συχνά λάθη και παραλείψεις. Αυτό σημαίνει φτωχά αποτελέσματα σε διάφορους τομείς της ζωής μας τα οποία εν συνεχεία, σε συνδυασμό με το πώς αισθανόμαστε για τον εαυτό μας απέναντι σ’ αυτά, οδηγούν σε μια ύπουλη και εσφαλμένη επιβεβαίωση των αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό μας.

Αν δεν προκαλέσουμε με διερεύνηση το κατά πόσο αλήθεια είναι αυτό που νιώθουμε για τον εαυτό μας, κινδυνεύουμε να αφήσουμε πεποιθήσεις που αποκτήσαμε σε μια ηλικία που δεν ξέραμε καλά-καλά πόσο κάνει 2 επί 2, να διαφεντεύουν όλη μας τη ζωή.

Γι' αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό να μη δίνουμε σημασία στο πώς νιώθουμε για τον εαυτό μας ούτε στα τυχόν φτωχά αποτελέσματα στη ζωή μας. Αυτά δεν λένε τίποτα για το τι είμαστε πραγματικά, λένε μόνο για το τι πιστεύουμε ότι είμαστε.

Tο κόλπο που πείθει οποιονδήποτε να αλλάξει την άποψή του

Ο Pascal επινόησε μια μέθοδο που μπορεί να οδηγήσει κάποιον να αλλάξει γνώμη!

Ο Pascal έγραψε στο βιβλίο του με τίτλο Σκέψεις:
Όταν θέλουμε να διορθώσουμε κάτι από πλεονεκτική θέση και να καταδείξουμε ότι κάποιος σφάλει, πρέπει να προσέξουμε από ποια πλευρά παρατηρεί ο ίδιος το θέμα, καθώς από εκείνη την πλευρά το ζήτημα, όπως το σκέφτεται ο ίδιος, είναι απόλυτα αληθές και να παραδεχτούμε ότι έχει δίκιο σε κάποια σημεία, αλλά πρέπει να του αποκαλύψουμε και την πλευρά που το ζήτημα αυτό δεν είναι αληθές.

Ο ίδιος ικανοποιείται με αυτό, διότι βλέπει ότι δεν έκανε λάθος, αλλά πρέπει να δει κι όλες τις πλευρές του ίδιου ζητήματος.

Με αυτόν τον τρόπο, κανείς δεν θίγεται επειδή δεν έχει παρατηρήσει όλες τις πλευρές, αλλά οι άνθρωποι απεχθάνονται να σφάλλουν και αυτό πιθανόν προκύπτει από το γεγονός ότι οι άνθρωποι από τη φύση τους δεν μπορούν να τα παρατηρούν όλα. Μάλιστα δεν σφάλλει από τη μεριά που παρατηρεί ο ίδιος το ζήτημα, καθώς συνήθως όλες οι αισθητηριακές μας αντιλήψεις είναι πάντοτε αληθινές.

Γενικά οι άνθρωποι πείθονται καλύτερα από τις αποδείξεις που έχουν οι ίδιοι ανακαλύψει και στους οποίους έχουν οι ίδιοι βασιστεί και όχι από αυτούς που βρίσκονται στο μυαλό των άλλων ανθρώπων.

Με άλλα λόγια, εάν κάποιος διαφωνεί με αυτό που εμείς ισχυριζόμαστε, θα πρέπει πρώτα να τονίσουμε τα σημεία στα οποία ο άλλος έχει δίκιο, πριν τον αφήσουμε να ανακαλύψει το αντεπιχείρημα από μόνος του.

Ο Pascal εξηγεί ότι αυτή η πεποίθηση βασίζεται στην ενσυναίσθηση:
Θα πρέπει να θέσουμε τον εαυτό μας στη θέση εκείνων που μας ακούνε και να δοκιμάσουμε με το χέρι στην καρδιά, να στρέψουμε τον διάλογο και να δούμε ποιο είναι το δίκαιο σε κάθε περίπτωση. Έτσι είμαστε βέβαιοι ότι ο ακροατής θα αναγκαστεί, ως έχει, να μας ακούσει.

Ο Arthur Markman, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Texas στο Austin, αναφέρει στο Bloomsmag ότι αν και έχουν περάσει αιώνες από τότε, αυτή η τεχνική ακόμη ισχύει.

Αναφέρει:
Κατ΄αρχάς για να οδηγήσετε κάποιον να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του, θα πρέπει να μειώσετε τις άμυνές του για να μην εμμείνει έως τέλους σε αυτή την άποψη.

Εάν αρχίσω αμέσως να αναφέρω όλους τους λόγους για τους οποίους ο άλλος έχει άδικο, δεν υπάρχει περίπτωση να συνεργαστεί.

Ωστόσο, εάν πούμε «ναι, έχεις δίκιο σε κάποια σημεία, νομίζω ότι αυτά που ισχυρίζεσαι είναι πολύ σημαντικά», δίνουμε στον άλλον έναν λόγο να συνεργαστείκαι να γίνει ανταλλαγή απόψεων.

Αυτό θα μας δώσει την ευκαιρία να εκφράσουμε τους δικούς μας προβληματισμούς όσον αφορά τη θέση μας με έναν τρόπο που επιτρέπει τη συνεργασία και την άμυλλα!